Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ομαδικός

См. также в других словарях:

  • ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά …   Dictionary of Greek

  • ομαδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ομάδα ή αυτός που γίνεται από ομάδα: Ομαδική διαμαρτυρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • ομοπλοΐα — η ναυτ. [ομόπλους] ομαδικός πλους πολλών πλοίων συγχρόνως, που διαφέρει από τη νηοπομπή, κατά το ότι στην ομοπλοΐα δεν συμμετέχουν πολεμικά πλοία και αεροπλάνα προστασίας …   Dictionary of Greek

  • πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… …   Dictionary of Greek

  • πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …   Dictionary of Greek

  • παρτούζα — η ομαδικός έρωτας, σεξουαλική πράξη με περισσότερους από δύο μετόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partouse / partouze «ομαδική διασκέδαση» (< partie «μέρος, παρτίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] …   Dictionary of Greek

  • συλλογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα ή πράγματα, ομαδικός (α. «συλλογική προσπάθεια» β. «συλλογικό διάβημα») 2. αυτός που είναι σχετικός με ομάδα, με σύλλογο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλο(γ)ικά ο νους, το λογικό, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»