-
1 ομαδικός
[омадикос] εκ. групповой, коллективный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομαδικός
-
2 коллективный
-
3 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
4 искатель
1. тех. о επιλογέ/ας- вызова (тлф.) - κλίσης- течи ο ανιχνευτής διαρροής 2 (тот кто занимается поисками чего-л.) о (δι)ερευνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > искатель
-
5 контактор
ο επαφέ/ας *включать - (подавать питание) συνδέω τον - α (παροχής)масляный - ελαίου/λαδιούтормозной - πέδης/φρένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контактор
-
6 модулятор
тех. о διαμορφωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модулятор
-
7 групповой
гру́пп||ово́йприл ὁμαδικός. -
8 артельный
επ.1. συνεταιριστικός• - устав το καταστατικό του συνεταιρισμού. || γενικός, ομαδικός•-ая работа ομαδική εργασία.
2. κοινωνικός• - человек κοινωνικός άνθρωπος. -
9 братский
επ.1. αδερφικός•-ая любовь αδερφική αγάπη•
-ие чувства αδερφικά αισθήματα.
2. συντροφικός, συναδελφικός•братский привет αδερφικός ιχαιρετισμός.
εκφρ.- ая могила – ομαδικός τάφος. -
10 групповой
επ.ομαδικός•-ые игры ομαδικά παιγνίδια•
групповой портрет ομαδικό πορτρέτο.
-
11 дружный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. μονοιασμένος, ενωμένος, συσπειρωμένος, αγαπημένος•-ая семья μονοιασμένη οικογένεια.
|| ως κατηγ. είμαι φίλος•я с ним -жен εγώ μ' αυτόν είμαστε φίλοι.
2. ομαδικός, σύσσωμος, αθρόος• συλλογικός•дружный смех ομαδικό φιλικό γέλιο•
-ые аплодисменты ζωηρά φιλικά χειροκροτήματα•
-ая работа εργασία συλλογική (με σύμπνοια).
|| γρήγορος, γοργός, ταχύς. -
12 отрядный
επ.1. του αποσπάσματος, του τμήματος•отрядный командир ο αποσπασματάρχης.
2. ομαδικός, της ομάδας. -
13 повальный
επ.μαζικός, ομαδικός, γενικός, καθολικός•повальный обыск γενική έρευνα.
-
14 соборный
επ.1. της συνέλευσης, της συνόδου.2. (εκκλσ.) συνοδικός•-ое постановление συνοδική απόφαση.
3. παλ. ομαδικός.4. μητροπολιτικός• καθεδρικός•соборный протоиерей ο πρωθιερέας (αρχιερέας) της μητρόπολης•
колокол η καμπάνα της μητρόπολης.
-
15 фронтальный
επ.1. μετωπικός•-ая атака η κατά μέτωπο επίθεση•
фронтальный огонь τα μετωπικά πυρά.
2. ομαδικός• καθολικός, σύμπας. -
16 хоровой
επ.1. χορωδιακός, της χορωδίας•-певец τραγουδιστής χορωδίας•
-ая музыка η χορωδιακή μουσική.
2. παλ. • ομαδικός•-ое чтение ομαδική ανάγνωση.
См. также в других словарях:
ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά … Dictionary of Greek
ομαδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ομάδα ή αυτός που γίνεται από ομάδα: Ομαδική διαμαρτυρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθροισματικός — ἀθροισματικός, ή, όν (Α) [ἄθροισμα] ομαδικός (για πουλιά που δεν ζουν απομονωμένα ή κατά ζεύγη) «μυρία δὲ ἄλλα τὸν ἀθροισματικόν ᾓρηται βίον, ὡς αἱ περιστεραὶ καὶ γέρανοι καὶ ψάρες καὶ κολοιοί»,... έχουν διαλέξει τον ομαδικό βίο, να ζουν… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
ομοπλοΐα — η ναυτ. [ομόπλους] ομαδικός πλους πολλών πλοίων συγχρόνως, που διαφέρει από τη νηοπομπή, κατά το ότι στην ομοπλοΐα δεν συμμετέχουν πολεμικά πλοία και αεροπλάνα προστασίας … Dictionary of Greek
πανηγύρι — Συγκέντρωση πλήθους για εορτασμό από κοινού. Πανηγυρικός εορτασμός στην επέτειο αγίου, ή και το συμπόσιο και ο χορός που ακολουθούν μετά τον θρησκευτικό εορτασμό. Τα π. ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Στα αρχαία π., εκτός από τους αθλητικούς… … Dictionary of Greek
πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… … Dictionary of Greek
παρτούζα — η ομαδικός έρωτας, σεξουαλική πράξη με περισσότερους από δύο μετόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partouse / partouze «ομαδική διασκέδαση» (< partie «μέρος, παρτίδα»)] … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] … Dictionary of Greek
συλλογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα ή πράγματα, ομαδικός (α. «συλλογική προσπάθεια» β. «συλλογικό διάβημα») 2. αυτός που είναι σχετικός με ομάδα, με σύλλογο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συλλο(γ)ικά ο νους, το λογικό, το… … Dictionary of Greek