Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κολεκτιβιστικός

См. также в других словарях:

  • κολεκτιβιστικός — ή, ό και κολεκτιβίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά… …   Dictionary of Greek

  • κολλεκτιβιστικός — ή, ό και κολλεκτιβίστικος, η, ο βλ. κολεκτιβιστικός …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»