-
1 коллективный
См. также в других словарях:
κολεκτιβιστικός — ή, ό και κολεκτιβίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολεκτίβα ή στον κολεκτιβισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectiviste < γαλλ. collectif < λατ. collectivus «συγκεντρωμένος»). Στην παλαιότερη αλλά… … Dictionary of Greek
κολλεκτιβιστικός — ή, ό και κολλεκτιβίστικος, η, ο βλ. κολεκτιβιστικός … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek