Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οι+τιμές

  • 21 προσιτός

    η, ό[ν] доступный;

    προσιτές τιμές — доступные цены

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσιτός

  • 22 σταθερός

    η, ό [ά, όν ]
    1) прочный, устойчивый; стабильный, твёрдый;

    σταθερός καιρός — устойчивая погода;

    γιά σταθερή είρήνη — за прочный мир;

    σταθερό νόμισμα — устойчивая валюта;

    2) перен. твёрдый; стойкий;

    σταθερό βήμα — твёрдый шаг;

    σταθερή θέληση — твёрдая воля;

    σταθερές τιμές — стабильные, твёрдые цены;

    3) последовательный (в чём-л.); приверженный (чему-л.);

    σταθερός στίς αρχές του — принципиальный;

    είμαι σταθερός στο λόγο μου — держать своё слово, быть последовательным;

    4) постоянный; неизменный;

    σταθερός χαρακτήρας — постоянный характер;

    σταθερό φαινόμενο — постоян-

    ное явление;

    σταθερή ποσότητα — мат, постоянная величина1;

    5) перманентный;
    6) хим. малоактивный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταθερός

  • 23 συγκυρία

    η
    1) конъюнктура;

    ευνοϊκή συγκυρία — благоприятная конъюнктура;

    τιμές συγκυρίας — конъюнктурные цены;

    2) стечение обстоятельств, совпадение; случай;

    κατά συγκυρίαν — случайно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκυρία

  • 24 υπερβολικές

    η, ό[ν] 1.
    1) преувеличенный; 2) чрезмерный, излишний, неумеренный;

    υπερβολικέςες αξιώσεις — чрезмерные претензии;

    υπερβολικέςές τιμές — безбожные цены;

    3) мат., лит. гиперболический; гиперболичный (тк лит.);

    υπερβολικέςή αφήγηση — гиперболизированный рассказ;

    2. (ο) тот, кто склонен всё преувеличивать, гиперболизировать;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπερβολικές

  • 25 υψηλός

    η, όν
    1) в разн. знач высокий;

    υψηλού αναστήματος — высокого роста;

    υψηλή πίεση — высокое давление;

    υψηλή θερμοκρασία — жара;

    υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);

    υψηλές τιμές — высокие цены;

    υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;

    υψηλός ξένος — высокий гость;

    υψηλ τίτλος — высокое звание;

    υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);

    τα υψηλά συμβαλόμενα μέρη дип — высокие договаривающиеся стороны;

    κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;

    ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;

    με υψηλά όρη — высокогорный;

    2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;

    § αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;

    κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;

    καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υψηλός

  • 26 φουσκώνω

    1. μετ.
    1) надувать (баллон, пузырь и т. п.); 2) перен. раздувать; вздувать;

    φουσκώνω τό λογαριασμό — раздуть счёт;

    φουσκώνω τίς τιμές — вздувать цены;

    τα φουσκώνει πολύ — он слишком всё раздувает, преувеличивает;

    3) вздувать, вызывать вздутие;
    4) перен. раздражать, сердить;

    § φουσκώνω τα μυαλά — кружить голову;

    της φούσκωσε την κοιλιά он её обрюхатил;
    2. αμετ. 1) раздуваться; разбухать, набухать; τό γάλα φούσκωσε молоко убежало; τό ζυμάρι φούσκωσε тесто подошло; 2) перен. разбухать; φούσκωσε το βιβλίο книга разбухла; 3) опухать; вздуваться; вспухать; пучить (живот); 4) перен. надуваться, важничать; 5) топорщиться; 6) задыхаться, запыхаться; 7) перен. сердиться, раздражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φουσκώνω

  • 27 χαμηλώνω

    1. μετ.
    1) делать низким, понижать; 2) перен. понижать, снижать; убавить, привернуть (фитиль и т.п.);

    χαμηλώνω τη φωνή — понижать голос;

    χαμηλώνω τίς τιμές — снижать цены;

    3) нахлобучивать (шапку);
    4) опускать (глаза); 2. αμετ 1) опускаться; 2) уменьшаться; понижаться (о звуке, ценах и т.п.); снижаться (о ценах); слабеть, тускнеть (о свете); 3) наклоняться, нагибаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαμηλώνω

  • 28 χοντρικός

    η, ό оптовый;

    χοντρική πώληση — оптовая продажа;

    τιμές χοντρικής πώλησης — оптовые цены

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χοντρικός

  • 29 ωρισμένος

    η, ο[ν]
    1) определённый, установленный;

    τιμές ωρισμένες — твёрдые цены;

    2) предписанный, назначенный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ωρισμένος

См. также в других словарях:

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»