Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χαμηλώνω

  • 1 χαμηλώνω

    1. μετ.
    1) делать низким, понижать; 2) перен. понижать, снижать; убавить, привернуть (фитиль и т.п.);

    χαμηλώνω τη φωνή — понижать голос;

    χαμηλώνω τίς τιμές — снижать цены;

    3) нахлобучивать (шапку);
    4) опускать (глаза); 2. αμετ 1) опускаться; 2) уменьшаться; понижаться (о звуке, ценах и т.п.); снижаться (о ценах); слабеть, тускнеть (о свете); 3) наклоняться, нагибаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαμηλώνω

  • 2 χαμηλώνω

    [хамилоно] ρ опускать, понижать, сникать.

    Эллино-русский словарь > χαμηλώνω

  • 3 μάτι

    τό
    1) глаз, око;

    τα κομμένα μάτια — запавшие глаза;

    μισοκλείνω τα μάτια — щуриться;

    χαμηλώνω τα μάτια — опустить глаза, потупиться;

    2) глаза, зрение;

    έχω καλό ( — или δυνατό) μάτι — иметь хорошее, острое зрение;

    3) взгляд, взор;
    4) дурной глаз;

    έχω κακό μάτι — иметь дурной глаз;

    τό μάτι μη σε πιάσει — чтоб тебя не сглазили;

    5) бот. глазок, почка;
    6) конфорка (кухонной плиты); 7) петля (в вязаных, плетёных вещах);

    § μάτι νερού — ключ, родник;

    αυγά μάτια — яичница-глазунья;

    μάτι της θάλασσας — водоворот;

    (на море);

    μάτι της εταζέρας — отделение этажерки;

    ρίχνω στάχτη στα μάτια — пускать пыль в глаза;

    καρφώνω τα μάτια — вперить взгляд (в кого-л., во что-л.); — уставиться (разг), пялить глаза (прост.) (на кого-л.);

    παίρνω τα μάτια μου (καί φεύγω) — уходить без оглядки;

    χτυπώ στο μάτι — а) бросаться в глаза1; — б) привлекать внимание;

    αδτή μοβ χτύπησε στο μάτι — она мне приглянулась, понравилась;

    κάνω ( — или κλείνω, πατώ) το μάτι σε κάποιον — подмигивать кому-л.;

    κάνω τα γλυκά μάτια — строить глазки;

    δεν πιστεύω στα μάτια μου — не верить своим глазам;

    κλείνω ( — или σφαλώ) τα μάτια μου — закрыть глаза, умереть;

    δεν έχω κανένα να μού κλείσει τα μάτια — некому будет закрыть мне глаза (о полном одиночестве);

    κλείνω τα μάτια — или κάνω στραβά μάτια — закрывать глаза (на что-л.);

    ανοίγω κάποιου τα μάτι — открывать кому-л. глаза (на что-л.);

    ανοίγω τα μάτι μου — а) открывать глаза, просыпаться; — б) перен. прозревать;

    έχω τα μάτια μου (δεκα)τέσσερα — смотреть во все глаза;

    τα μάτια σου τέσσερα ( — или δεκατέσσερα)! — смотри в оба!;

    δεν έχω μάτια να τον δώ — я его видеть не могу;

    τον έχω ( — или τον έβαλα) στο μάτι — он у меня на примете;

    τον πήρε το μάτι μου — я его заметил;

    τον πήρα (με) καλό (κακό) μάτι — он мне понравился (не понравился) с первого взгляда;

    την έβαλα στο μάτι — я положил на неё глаз, она будет моей;

    βγάζω τα μάτια μου μοναχός μου — я сам себя наказал;

    παίρνω κάτι μπροστά απ' τα μάτια κάποιου — взять что-л, из-под носа у кого-л.;

    δείχνω ( — или βάζω) κάη μπροστά στα μάτια κάποιου — ткнуть носом кого-л. во что-л.;

    δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από κάποιον — не спускать глаз с кого-л.;

    φυλάγω σαν τα μάτια μου — беречь как зеницу ока;

    τό παιδί και τα μάτια σου — не спускай с ребёнка глаз, смотри за ним как следует;

    τρώγω κάποιον με τα μάτια μου — пожирать кого-л. глазами;

    δεν σηκώνω τα μάτια μου από κάποιον — не сводить глаз с кого-л.;

    δεν χορταίνει το μάτι μου — или έχω μάτι ανεχόρταγο — быть ненасытным, алчным;

    όσο παίρνει το μάτι — насколько хватает глаз, огромный (о пространстве);

    δεν μού γεμίζει το μάτι — а) не стоит этих денег; — б) мне кажется, что эτο — не так красиво (ценно, интересном т. п.);

    τον έχει σαν τα μάτια του — он ему дороже собственных очей;

    μαύρισε το μάτι μου από την πείνα — у меня потемнело в глазах от голода;

    με πιάνει το μάτι — меня легко сглазить;

    παίζει ( — или πετάει — или ξεπετά) το μάτι μου — у меня глаз дёргается (ток. приметак встрече с кем-л.);

    δεν έχεις μάτια;

    ты что, слепой?;

    θα σού φάω το μάτι — я тебе отомщу;

    μάτι με μάτι — с глпзу на глаз;

    με τα μάτια μου — своими глазами;

    με το μάτι — на глаз, на глазок;

    με γυμνό μάτι — невооружённым глазом;

    γιά τα (μαύρα) μάτια — или. γιά τα μάτια (τού κόσμου) — для вида, для отвода глаз;

    γιά τα ωραία μάτια — роди прекрасных глаз;

    γιά τα μαύρα σου τα μάτια ирон. — ради твоих прекрасных глаз;

    με κλειστά (τα) μάτια — безрассудно, слепо; — не глядя; — с закрытыми глазами, не размышляя;

    μέσα ( — или μπροστά) στα μάτια μας — на наших глазах;

    (σού ορκίζομαι) στα μάτια μου — клянусь тебе жизнью!;

    μέσ'τά μάτια — в в глаза;

    να μη σε ιδούν τα μάτια μου! — уходи с глаз долой!;

    να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου — не попадайся мне больше на глаза;

    να μού βγούνε ( — или χυθούν) τα μάτια! — пусть лопнут мой глаза!;

    να μη χαρώ τα μάτια μου! — пусть я ослепну!, чтоб мне света белого не видеть! (в клятвах);

    μάτιа μου! — любовь моя1, мой дорогой!, свет очей моих!;

    τό γινάτι βγάζει μάτι — погов. ≈ — упрямство до добра не доведёт;

    η πραμάτεια θέλει μάτια — посл. ≈ — товар показ любит;

    τα μάτια πού δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται — погов, ≈ — с глаз долой — из сердца вон;

    φάτε μάτια ψάρια και η κοιλιά περίδρομο — погов. хоть видит око, да зуб неймёт

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάτι

См. также в других словарях:

  • χαμηλώνω — χαμηλώνω, χαμήλωσα, χαμηλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαμηλώνω — Ν [χαμηλός] 1. κάνω χαμηλό κάτι, ελαττώνω το ύψος του 2. φέρνω κάτι πιο κοντά στο έδαφος, κατεβάζω 3. ελαττώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση (α. «χαμήλωσε το φως» β. «χαμήλωσε την τηλεόραση») 4. (σχετικά με τιμή εμπορεύματος) μειώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χαμηλώνω — χαμήλωσα, χαμηλωμένος 1. κάνω κάτι χαμηλό, το κατεβάζω: Έκοψε τα πόδια του τραπεζιού για να το χαμηλώσει. 2. ελαττώνω κάτι κατά το ποσό ή κατά την ένταση: Χαμήλωσε τα φώτα. 3. έρχομαι εγγύτερα προς το έδαφος, γίνομαι πιο κοντός, σκύβω: Να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαθίημι — Α 1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.) 2. παρεμβάλλω συγχρόνως 3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.) 4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω 5. είμαι υποχωρητικός σε… …   Dictionary of Greek

  • υποβιβάζω — ὑποβιβάζω ΝΜΑ 1. κάνω κάτι να κατέβει χαμηλότερα, χαμηλώνω, κατεβάζω 2. μτφ. μειώνω τη σημασία προσώπου ή πράγματος, τού αποδίδω κατώτερη αξία νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) τοποθετώ κάποιον σε κατώτερη βαθμίδα ή θέση ή σε κατώτερο αξίωμα («τόν… …   Dictionary of Greek

  • χαμήλωμα — ώματος, το, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαμηλώνω, ελάττωση τού ύψους, τού ποσού ή τής έντασης 2. χαμηλή τοποθεσία …   Dictionary of Greek

  • χαμήλωση — η, Ν [χαμηλώνω] 1. η ενέργεια τού χαμηλώνω 2. ελάττωση τού ύψους, χαμήλωμα …   Dictionary of Greek

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • εγκλάω — ἐγκλάω και επ. τ. ἐνικλάω (Α) 1. εμποδίζω, ματαιώνω 2. σπάω 3. παθ. κλίνω, γέρνω, χαμηλώνω …   Dictionary of Greek

  • εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… …   Dictionary of Greek

  • καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»