-
1 οικογενειάρχης
[икогениархис] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικογενειάρχης
-
2 семейный
-
3 семейство
семейств||ос1. ἡ οίκογένεια, ἡ φαμελιά:глава \семействоа ὁ οἰκογενειάρχης· оте́ц \семействоа ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατέρας τής οἰκογένειας, ὁ πατερφαμίλιας·2. биол. ἡ οίκογένεια, ἡ ὁμοιογένεια:\семейство кошачьих ἡ οίκογένεια (или ἡ ὁμοιογένεια) τῶν αἰλουροειδών. -
4 отец
отецм ὁ πατέρας, ὁ πατήρ:приемный \отец ὁ θετός πατέρας' крестный \отец ὁ νου-νός, ὁ ἀνάδοχος· ◊ \отец семейства ὁ οἰκογενειάρχης. -
5 семейный
семейн||ыйприл1. οἰκογενειακός:\семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια -
6 семья
семь||яж ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά, ἡ φαμίλια, τό τζάκι:глава \семьяй ὁ οἰκογενειάρχης· член \семьяй μέλος τής οἰκογένειας· в \семьяе́ στήν οἰκογένεια. -
7 семьянин
семьянинм ὁ οίκογενειάρχης, ὁ καλός φαμελίτης. -
8 семьянин
[σιμ'γιανίν] ουσ. α. οικογενειάρχης -
9 семьянин
[σιμ'γιανίν] ουσ α οικογενειάρχης -
10 набольший
επ. (παλ. κ. απλ.) μεγάλος, τρανός.ουσ. προϊστάμενος, διοικητής. || προστάτης οικογένειας, ο οικογενειάρχης. -
11 отец
отца, κλητ. παλ. отце α.1. πατέρας•отец мой! πατέρα μου!•
родной отец πατέρας γεννήτορας (σε αντίθεση με τον θετόν)•
приёмный отец ο θετός πατέρας, ο ψυχοπατέρας.
|| ενδιαφερόμενος σαν πατέρας.2. (πλθ. -цы) οι πρόγονοι, οι προπάτορες•наши- -цы οι προπάτορές μας.
3. παλ. πλθ. -цы οι προεστοί οι πρόκριτοι.4. γενάρχης•Геродот – отец истории ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας.
|| (προσφώνηση)• πατέρα.5. (εκκλσ.)• отец Афанасий ο πάτερ Αθανάσιος•святые -цы οι πατέρες της εκκλησίας•
-цы собора οι πατέρες της συνόδου.
|| αρχηγός•отец семейства αρχηγός της οικογένειας, ο οικογενειάρχης.
-
12 семейный
επ.οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια•-ые люди άνθρωποι οικογενειάρχες.
|| οικογενειακός•-ые обязанности οι-γενειακές υποχρεώσεις•
-ое счастье οικογενειακή ευτυχία•
по -ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους•
-ые дела οικογενει-κές υποθέσεις•
сцена из -ой жизни σκηνή από την οικογενειακή ζωή.
-
13 семьянин
-а α.1. παλ. οικογενειάρχης ή φαμελιτης.2. καλός νοικοκύρης.,
См. также в других словарях:
οικογενειάρχης — ο 1. ο αρχηγός τής οικογένειας, ιδίως ο πατέρας 2. αυτός που έχει οικογένεια («οικογενειάρχης άνθρωπος και δεν δουλεύει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
οικογενειάρχης — ο ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας: Είναι φτωχός οικογενειάρχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
νοικοκύρης — ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις) οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης 2. σύζυγος 3. κύριος, αφέντης κάποιου 4.… … Dictionary of Greek
φαμελίτης — ο, θηλ. φαμελίτισσα, Ν οικογενειάρχης και ιδίως αυτός που έχει πολυμελή οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαμελιά + επίθημα ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
φτωχοφαμελίτης — ο, θηλ. φτωχοφαμελίτισσα, Ν φτωχός οικογενειάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοφαμελιά + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
Κιντ, Τόμας — (Thomas Kyd, Λονδίνο 1558 – 1594). Άγγλος δραματικός συγγραφέας. Ακολούθησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του συμβολαιογράφου πατέρα του, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ανάγνωση των κλασικών και τη μελέτη των γλωσσών. Σε αυτόν αποδίδεται η πρώτη … Dictionary of Greek
φαμελίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που έχει οικογένεια, οικογενειάρχης και μάλιστα ο πολύτεκνος, φαμελιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχοφαμελίτης — ο θηλ. ισσα ο φτωχός οικογενειάρχης, ο αρχηγός φτωχής φαμίλιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)