-
1 οικογενειακός
[икогениакос] επ. семейный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικογενειακός
-
2 семейный
-
3 домовый
επ.1. σπιτικός, οικιακός•домовый обыск έρευνα σπιτιού.
2. παλ. οικογενειακός•лекарь οικογενειακός γιατρός.
3. οικοδίαιτος•-ая мышь οικοδίαιτος ποντικός.
εκφρ.- ая книга – μητρώο ενοίκων•- ая контора – γραφείο διαχείρισης δημοσίων σπιτιών. -
4 семейный
семейн||ыйприл1. οἰκογενειακός:\семейныйые обязанности οἱ οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις· по \семейныйым обстоятельствам γιά οἰκογενειακούς λόγους·2. (имеющий семью) ὁ οἰκογενειάρχης, ἄνθρωπος μέ οἰκογένεια -
5 склеп
склепм ἡ κρύπτη:фамильный \склеп ἡ οἰκογενειακή κρύπτη, ὁ οἰκογενειακός τάφος. -
6 фамильный
фамил||ьныйприл οίκογενειακός. -
7 семейный
[σιμιέΐνυΐ] επ. οικογενειακός -
8 фамильный
[φαμίλ'νυϊ] εκ. οικογενειακός -
9 семейный
[σιμιέΐνυϊ] επ οικογενειακός -
10 фамильный
[φαμίλ'νυϊ] επ οικογενειακός -
11 домашний
-яя, -ее, επ.1. σπιτίσιος, σπιτικός, οικιακός, οικείος•домашний телефон τηλέφωνο του σπιτιού•
домашний адрес η διεύθυνση του σπιτιού•
-ее имущество το νοικοκυριό, τα πράγματα του σπιτιού•
-яя хозяйка οικοκυρά, νοικοκυρά•
-ие туфли παντόφλες•
домашний обед σπιτίσιο φαγητό•
-ее воспитание ; διαπαιδαγώγηση στο σπίτι•
домашний быт το νοικοκυριό, οικοσκευές•
домашний врач οικογενειακός γιατρός•
-яя жизнь οικιακή ζωή•
по -им обстоятельствам για οικογενειακές υποθέσεις•
домашний арест ο κατ' οίκον περιορισμός•
-ие неприятности οικογενειακές γκρίνιες.
2. κατοικίδιος, ήμερος•-ие животные κατοικίδια ζώα•
-яя птица τα οικόσιτα πτηνά, τα πουλερικά•
-ие голубы τα ήμερα περιστέρια.
3. σπιτίσιος, δικός, οικείος•домашний че-ловк δικός άνθρωπος.
4. ουσ. πλθ. -ие οι σπιτίσιοι, οι οικείοι, οι δικοί μας, σας κλπ. -
12 друг
1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•старый друг παλαιός φίλος•
любезный друг αγαπητέ φίλε•
друг дома οικογενειακός φίλος•
будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.
2. επ. βρ: από το•другой άλλος, ένας•
друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•
друг на друга ο ένας στον άλλον•
друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•
перед -ом ποιος περισσότερο•
они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•
друг с другом ο ένας με τον άλλον•
друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•
друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•
против -а ο ένας κατά του άλλου•
друг о –е ο ένας για τον άλλον•
дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).
-
13 посемейный
επ.οικογενειακός, κατά οικογένεια•посемейный список κατάλογος κατά οικογένειες.
-
14 семейный
επ.οικογενειάρχης, άνθρωπος με οικογένεια•-ые люди άνθρωποι οικογενειάρχες.
|| οικογενειακός•-ые обязанности οι-γενειακές υποχρεώσεις•
-ое счастье οικογενειακή ευτυχία•
по -ым обстоятельствам για οικογενειακούς λόγους•
-ые дела οικογενει-κές υποθέσεις•
сцена из -ой жизни σκηνή από την οικογενειακή ζωή.
-
15 семейственность
-и θ.1. οι οικογενειακές αρχές, οικογενειακός τρόπος ζωής.2. οικογε-νειακότητα, νεπωτισμός• ευνοιοκρατία•борьба с -ьго αγώνας ενάντια στις οικογενειακό-τητες.
-
16 семейственный
επ.1. παλ. οικογενειακός.2. με οικογενειακή αγάπη, φροντίδα.3. με οικογενε ι ακότητα•семейственный подход к подбору кадров επιλογή στελεχών με την αρχή της οικογενει-ακότητας.
-
17 склеп
-а α.τάφος• τύμβος•древний склеп αρχαίος τάφος•
фамильный склеп οικογενειακός τάφος.
-
18 усыпальница
-ы θ.τάφος (οικογενειακός) τύμβος. -
19 фамильный
επ.οικογενειακός.
См. также в других словарях:
οικογενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οικογένεια (α. «οικογενειακά βάρη» κάθε είδους δαπάνες που γίνονται για τη συντήρηση τών μελών μιας οικογένειας β. «οικογενειακή εστία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικογενειακά οι υποθέσεις… … Dictionary of Greek
οικογενειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικογένεια: Οικογενειακές παραδόσεις,διαφορές. – Οικογενειακό συμβούλιο, δίκαιο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
αλληλομαχία — η (Μ ἀλληλομαχία) [ἀλληλομάχος] νεοελλ. (ειδικά) διαμάχη ανάμεσα σε δύο αντίθετες ομάδες τής ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, οικογενειακός σπαραγμός, εμφύλιος πόλεμος μσν. αμοιβαία μάχη, αμοιβαίος πόλεμος … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek