Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οδος

  • 1 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 2 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

  • 3 дорога

    ο δρόμος, η οδός
    канатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)
    магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρία
    объездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -
    подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορία
    скоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδός
    шоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога

  • 4 тракт

    1. (маршрут, путь прохождения) η δημόσια οδός
    ο δρόμος
    η διαδρομή
    2. (анат., физиол.) (скопление нервных волокон) η νευρική οδός 3. анат. (орган или ряд органов, имеющие общие функции) η οδός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тракт

  • 5 путь

    пут||ь
    м
    1. (дорога) ὁ δρόμος, ἡ ὁδός/ ж.-д. ἡ γραμμή:
    запасной \путь ἡ πλαγία γραμμή· \путьй сообщения οἱ συγκοινωνίες· санный \путь δρόμος γιά τά ἐλκηθρα· морской \путь ἡ θαλασσία ὀδός· во́дным \путьем διά θαλασσής· воздушным \путьем ἀεροπορικώς· на моем \путьй στό δρόμο μου· проложить \путь (тж. перен) ἀνοίγω δρόμο· сбиться с \путьй а) χάνω τό δρόμο, б) перен παρεκκλίνω (или ἐκτρέπομαι) ἀπ' τόν δρόμο·
    2. перен ὁ δρόμος, ἡ ὁδός:
    по ленинскому \путьй στό δρόμο τοῦ λενι-νισμοδ· \путь к миру ὁ δρόμος πρός τήν εἰρήνη·
    3. (путешествие) τό ταξίδι:
    пуститься в \путь ξεκινώ γιά ταξίδι· счастливого \путьй! καλό ταξίδι!· держать \путь κατευθύνομαι, πορεύομαι, πηγαίνω· в двух днях \путьй от... δυό μέρες δρόμος ἀπό...·
    4. \путьи мн. анат. οἱ πόροι:
    дыхательные \путьи́ τα ἀναπνευστικά ὀργανα· желчные \путьй τά χολαγωγά ἀγγεΐα·
    5. (способ) τό μέσο[ν], ὁ τρόπος:
    каки́м \путьем? μέ τί τρόπο;· любым \путьем μέ κάθε μέσο, μέ κάθε τρόπο· тем или иным \путьем μέ τόν δνα ἡ τόν ἄλλο τρόπο· окольным \путьем, окольными \путьями ἐμμεσα, ἐμμέσως, ἀπό πλάγιο δρόμο· ◊ последний \путь ἡ κηδεία, τό τελευταίο ταξ(ε)ίδι· по \путьй στό δρόμο μου, καθ' ὀδόν наставить кого́-л. на \путь истины βάζω (или φέρνω) κάποιον στον ἰσιο δρόμο· совратить с \путьй ξεμυαλίζω, ἀποπλανώ· Млечный Путь астр. ὁ Γαλαξίας.

    Русско-новогреческий словарь > путь

  • 6 Path

    subs.
    P. and V. ὁδός, ἡ, V. τρβος, ὁ or ἡ (also Xen. but rare P.), οἶμος, ὁ or ἡ (also Plat. but rare P.), στβος, ὁ, πόρος, ὁ, Ar. and P. ἀτραπός, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ.
    Orbit: P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, Ar. and P. περιφορά, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., frag.).
    met., path of life: P. and V. ὁδός, ἡ, P. ἀτραπός, ἡ, V. κέλευθος, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Path

  • 7 Way

    subs.
    Path: P. and V. ὁδός, ἡ, V. τρβος, ὁ or ἡ (also Xen. but rare P.), οἶμος, ὁ or ἡ (also Plat. but rare P.), στβος, ὁ, πόρος, ὁ. Ar. and P. ἀτραπός, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ.
    The ways ( haunts) of men: V. πορεύματα βροτῶν (Æsch., Eum. 239).
    Omens by the way: V. ἐνόδιοι σύμβολοι, οἱ (Æsch., P. V. 487).
    Right of way: Ar. also P. δίοδος, ἡ.
    Way in: P. and V. εἴσοδος, ἡ.
    Way in ( by sea): P. εἴσπλους, ὁ; see Entrance.
    Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ (also met., see escape).
    Way out ( by sea): P. and V. ἔκπλους, ὁ.
    Way through: Ar. and P. δίοδος, ἡ, P. and V. διέξοδος, ἡ.
    Way through ( by sea): P. διάπλους, ὁ.
    In the way: use adv., P. and V. ἐμποδών.
    They will get in each other's way: P. ἐν σφίσιν αὐτοῖς ταράξονται (Thuc. 7, 67).
    Get in the way of: see collide with.
    Out of the way: use adv., P. and V. ἐκποδών.
    Put out of the way: see Remove.
    Remote: see Remote.
    met., extraordinary: P. and V. τοπος (Eur., frag.); see Extraordinary.
    They will suffer no out of the way punishment: P. οὐδὲν μεῖζον τῶν ὑπαρχόντων πείσονται (Lys. 103).
    Get out of the way, stand aside, v.: P. and V. ἐξίστασθαι: see give way.
    Get one's way: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν.
    Have your way since such is the will of all: V. νικᾶτʼ ἐπειδὴ πᾶσιν ἁνδάνει τάδε (Eur., Rhes. 137).
    Make a way, v.: P. ὁδοποιεῖν.
    Make one's way: P. and V. πορεύεσθαι; see Go.
    Advance, gain ground: P. and V. προκόπτειν.
    Make way; give way.
    Force one's way: P. βιάζεσθαι; see under Force.
    Give way, collapse: Ar. and P. καταρρεῖν, καταρρήγνυσθαι.
    Flag: flag.
    met., yield: P. and V. εἴκειν πείκειν, συγχωρεῖν, ἐκχωρεῖν, V. παρείκειν, Ar. and P. παραχωρεῖν, ποχωρεῖν, P. ὑποκατακλίνεσθαι.
    Be conquered: P. and V., ἡσσᾶσθαι.
    Give way a little: P. ὑπενδιδόναι (absol.).
    Give way to: P. and V. ἐνδιδόναι (dat.) (Eur., Tro. 687), συγχωρεῖν (dat.), εἴκειν (dat.), πείκειν (dat.), Ar. and P. ποχωρεῖν (dat.), παραχωρεῖν (dat.), V. ἐκχωρεῖν (dat.), προσχωρεῖν (dat.), ἐξίστασθαι (dat.). P. ὑποκατακλίνεσθαι (dat.); see under give, indulge, yield.
    Get under way, v. trans.: P. and V. αἴρειν (Eur., Hec. 1141); v. intrans.: P. and V. παίρειν, P. αἴρειν.
    Put to sea: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι; see put out.
    Show the way: P. and V. ἡγεῖσθαί (τινι, or absol.), φηγεῖσθαί (τινι, or absol.); see under Show.
    Work one's way: see Advance.
    Method, manner: P. and V. τρόπος, ὁ, ὁδός, ἡ.
    Ways, customs: P. and V. ἤθη, τά; see Customs.
    Ways and means: P. and V. πόρος, ὁ; see Resources.
    Way of life: P. and V. ὁδός, ἡ, P. ἀτραπός, ἡ, V. κέλευθος, ἡ; see Life.
    In what way: see How.
    In this way: P. and V. ταύτῃ, τῇδε; see Thus.
    In that way: P. ἐκείνῃ, V. κείνῃ (Eur., Alc. 529).
    In another way: P. and V. ἄλλως; see under Another.
    In a kind of way: P. and V. τρόπον τινά.
    In every way: P. and V. πανταχῆ, P. πανταχῶς.
    In many ways: P. πολλαχῶς.
    In some way: Ar. and P. πη ( enclitic).
    In some ways... in others: P. and V. τῇ μέν... τῇ δέ (Eur., Or. 356).
    In some way or other: Ar. and P. ἀμωσγέπως; see Somehow.
    By way of, prep.: lit. and met., P. and V. κατ (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Way

  • 8 путь

    1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορεία
    - движения мех. η διαδρομή
    Млечный - астр. о Γαλαξίας
    2. (расстояние) η απόσταση
    тормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος
    3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργανα
    дыхательные - αναπνευστικά -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь

  • 9 улица

    улица ж о δρόμος, η οδός; на \улицае στο δρόμο;' έξω (вне помещения) я живу на \улицае... μένω στην οδό...
    * * *
    ж
    ο δρόμος, η οδός

    на у́лице — στο δρόμο

    у́лица — έξω ( вне помещения)

    я живу́ на у́лице... — μένω στην οδό...

    Русско-греческий словарь > улица

  • 10 улица

    у́лиц||а
    ж ἡ ὁδός, ὁ δρόμος:
    главная (центральная) \улица ὁ κύριος δρόμος (ή κεντρική ὁδός)· глухая \улица ὁ ἐρημικός δρόμος· броди́ть по \улицае γυρίζω (или περιπλα-νώμαι) στους δρόμους· на \улицае ἔξω (или στό δρόμο)· она живет на \улицае Горького μένει στήν ὀδό Γκόρκν ◊ оказаться (очутиться) на \улицае а) μένω ἄστεγος (без жилья), б) μένω στους πέντε δρόμους (без средств)· выбросить на \улицау πετῶ στό δρόμο· бу́дет и на нашей \улицае праздник θά γίνει καί στή γειτονιά μας πανηγύρι, θά γυρίσει ὁ τροχός.

    Русско-новогреческий словарь > улица

  • 11 избитый

    επ. από μτχ.
    1. δαρμένος, χτυπημένος.
    2. κοινός, ποινοτοπικός, πεζός, τετριμμένος, καθημαζευμένος, πεπατημένος, ρουτινιέρικος•

    -ое выражение κοινή, (τετριμμένη) έκφραση•

    избитый путь πεπατημένη οδός•

    -ая дорога καθημαξευμένη οδός.

    3. πασίγνωστος•

    -ая истина πασίγνωστη αλήθεια•

    -ые слова χιλιοειπωμένα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > избитый

  • 12 тракт

    α.
    κύρια οδός• δημοσιά•

    автомобильный тракт η κύρια αμαξιτή οδός.

    εκφρ.
    же-лудочно-кишчный тракт – ο γαστροεντερ ικός σωλήνας.

    Большой русско-греческий словарь > тракт

  • 13 Course

    subs.
    Running: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δρμημα, τό, τρόχος, ὁ.
    Heat, lap: Ar. and V. δρόμος, ὁ, Ar. and P. στδιον, τό.
    Race-course: Ar. and P. στδιον, τό, Ar. and V. δίαυλος, ὁ.
    For chariots, etc.: P. ἱππόδρομος, ὁ.
    Movement: P. φορά, ἡ.
    Orbit: P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., frag.), Ar. and P. περιφορά, ἡ.
    Path, way: P. and V. ὁδός, ἡ, πορεία, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ.
    Flight ( of a weapon): P. πορεία, ἡ.
    Channel: P. and V. ὀχετός, ὁ.
    Change from its course, v.: met., P. and V. παροχετεύειν (acc.) (Plat.).
    Course of life, subs.: P. and V. βίος, ὁ.
    Method: P. μέθοδος, ἡ; see Method.
    Layer ( of bricks): P. ἐπιβολή, ἡ.
    Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Dinner course: P. περίοδος, ἡ (Xen.).
    We have come to your land, being driven out of our course: V. σὴν γαῖαν ἐξωσθέντες ἥκομεν (Eur., Cycl. 279).
    In course of time: P. προελθόντος τοῦ χρόνου.
    Follow the course of events: P. παρακολουθεῖν τοῖς πράγμασι (Dem. 285).
    Of course. adv.: P. and V. δήπου, Ar. and P. δήπουθεν.
    Ironically: P. and V. δῆθεν.
    In answer to a question, assuredly: P. and V. πῶς γρ οὔ, μλιστά γε, Ar. and P. κομιδῇ γε, μέλει, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.
    In the course of, prep.: P. and V. δι (gen.).
    Let these things take their course: P. ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι (Dem. 106).
    ——————
    v. trans.
    See Chase.
    V. intrans. Run: P. and V. τρέχειν, θεῖν (Eur., Ion, 1217), εσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Course

  • 14 Passage

    subs.
    Journey: P. and V. ὁδός, ἡ, πορεία, ἡ, V. πόρος, ὁ (rare P.); see Journey.
    Way: P. and V. ὁδός, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ; see Way.
    Crossing: P. διάβασις, ἡ. Ar. and P. δίοδος, ἡ; by sea: P. διάπλους, ὁ, V. πορθμός, ὁ.
    If anyone should dispute their passage: P. εἴ τις... κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως (Thuc. 3, 23).
    So that there was no passage by the side of the tower: P. ὥστε πάροδον μὴ εἶναι παρὰ πύργον.
    Wherever there is a passage: P, ἧ ἂν εὐοδῇ (Dem. 1274).
    Channel: P. and V. ὀχετός, ὁ; see Channel.
    Strait: P. and V. πορθμός, ὁ; see Strait.
    Underground passage: see Underground.
    Defile: see pass.
    Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.
    Way through: Ar. and P. δίοδος, ἡ, P. and V. διέξοδος, ἡ;
    by sea: P. διάπλους, ὁ.
    Permission to pass: Ar. and P. δίοδος, ἡ.
    Grant a passage, v.: P. and V. διιέναι (διίημι) (acc. or absol.).
    The people of Agrigentum allowed no passage through their territory: P. Ἀκραγαντῖνοι οὐκ ἐδίδοσαν διὰ τῆς ἑαυτῶν ὁδόν (Thuc.).
    Passage in a book: use P. λόγος, ὁ.
    Passage in a play: Ar. and P. ῥῆσις, ἡ.
    In many passages: P. πολλαχοῦ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Passage

  • 15 Road

    subs.
    P. and V. ὁδός, ἡ.
    Path: V. τρβος, ὁ or ἡ (also Xen. but rare P.), οἶμος, ὁ or ἡ (also Plat. but rare P.), στβος, ὁ, πόρος, ὁ, Ar. and P. ἀτραπός, ἡ, Ar. and V. κέλευθος, ἡ.
    Carriage road: V. μάξιτος, ἡ (also Xen. with ὁδός), μαξήρης τρβος, ὁ or ἡ.
    Place where three roads meet: P. and V. τρίοδος, ἡ (Plat.).
    Make roads: P., ὁδοὺς τέμνειν.
    Road making, adj.: V. κελευθοποιός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Road

  • 16 Thoroughfare

    subs.
    Road: P. and V. ὁδός, ἡ.
    Carriage road: V. μάξιτος, ἡ (also Xen. with ὁδός); see Road.
    Passage: Ar. and P. δίοδος, ἡ, P. and V. διέξοδος, ἡ.
    Way out: P. and V. ἔξοδος, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thoroughfare

  • 17 автомагистраль

    ο κύριος αυτοκινητόδρομος
    η εθνική οδός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомагистраль

  • 18 автострада

    ο δρόμος ταχείας κυκλοφορίας
    ο αυτοκινητόδρομος
    η εθνική οδός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автострада

  • 19 магистраль

    1. (основная линия в путях сообщения) η συγκοινωνική αρτηρία (άξονας) 2. (улица с интенсивным движением) η κυρία οδός 3. (свз., эл.) η γραμμή 4. (трубо-провод) о κύριος αγωγός
    η κυρία σωλήνωση
    впускная ав. - εισαγωγής
    масляная - λαδιού/ελαίου
    осушительная мор. - αποστράγγισης
    5. вчт. о δίαυλος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магистраль

  • 20 объезд

    1. (действие) η παράκαμψη 2. (место) η παράκαμψη, το σημείο/η οδός της παράκαμψης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объезд

См. также в других словарях:

  • ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… …   Dictionary of Greek

  • Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»