-
1 ξυμφορον
См. также в других словарях:
ξύμφορον — σύμφορον , σύμφορος accompanying masc/fem acc sg σύμφορον , σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… … Dictionary of Greek