-
1 σύμ-φορος
σύμ-φορος, das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Uebersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; ϑυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῠτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.
-
2 ὀλιγ-αρχέομαι
ὀλιγ-αρχέομαι, von Wenigen beherrscht werden, eine oligarchische Staatsverfassung haben; ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις, Plat. Rep. VIII, 552 e, öfter, immer im partic. u. in dieser Vrbdg; τὴν δημοκρατίαν οὐ τοῖς ὀλιγαρχουμένοις ἧσσον ξύμφορον εἶναι, Thuc. 5, 31; προὐτρέψαντο τοὺς δυνατοὺς ὥςτε πειρᾶσϑαι μετὰ σφῶν ὀλιγαρχηϑῆναι, 8, 63; τὴν πόλιν ἀναγκάζοντες ὀλιγαρχεῖσϑαι, 76, vgl. 91; – Sp. auch im act., οἱ ὀλιγαρχοῦντες, die Wenigen, welche in einem oligarchischen Staate herrschen.
-
3 ἐπι-ζήμιος
ἐπι-ζήμιος, 1) schädlich, nachtheilig; πραγματεῖαι Isocr. 2, 18; τί πονηρὸν καὶ ἐπιζ. Xen. Mem. 1, 2, 57; Ggstz ξύμφορον, Thuc. 1, 32; τινί, Xen. Mem. 2, 7, 9. – 2) der Strafe unterworfen, ἐπιζήμιοι, ἐὰν μὴ ἴωσι Plat. Legg. VI, 765 a; ἐπιζήμιόν ἐστιν ἐκ τῶν νόμων τινί, strafbar, Aesch. 1, 45; – τὰ ἐπιζήμια, die Strafe, Plat. Legg. VI, 784 e, ἐπιζήμια τιϑέναι VII, 788 b. – Adv., Poll. 5, 135 u. Sp.
-
4 ἐν-ιππάζομαι
ἐν-ιππάζομαι, = Folgdm; πεδίον ἐνιππάσασϑαι τῇ ἵππῳ ξύμφορον Arr. An. 2, 6, 4; Plut. Mar. 25.
См. также в других словарях:
ξύμφορον — σύμφορον , σύμφορος accompanying masc/fem acc sg σύμφορον , σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… … Dictionary of Greek