Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξάνθωσις

См. также в других словарях:

  • ξάνθωσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθώσει — ξάνθωσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) ξανθώσεϊ , ξάνθωσις fem dat sg (epic) ξάνθωσις fem dat sg (attic ionic) ξανθόω dye yellow aor subj act 3rd sg (epic) ξανθόω dye yellow fut ind mid 2nd sg ξανθόω dye yellow fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθώσεις — ξάνθωσις fem nom/voc pl (attic epic) ξάνθωσις fem nom/acc pl (attic) ξανθόω dye yellow aor subj act 2nd sg (epic) ξανθόω dye yellow fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθωσιν — ξάνθωσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθωση — η (Α ξάνθωσις) [ξανθώ (II)] η μεταβολή τού χρώματος σε ξανθό νεοελλ. 1. βοτ. έντονα κίτρινος μεταχρωματισμός που αποκτούν τα φύλλα όταν μειωθεί η χλωροφύλλη, φαινόμενο που αποτελεί στάδιο προχωρημένης χλώρωσης 2. τεχνική για την παρασκευή ρεγιόν… …   Dictionary of Greek

  • ξανθώσεως — ξανθώσεω̆ς , ξάνθωσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»