-
1 ξάνθιον
-
2 Ξανθιον
-
3 ξάνθιον
ξάνθιονXanthium Strumarium: neut nom /voc /acc sg -
4 ξάνθιον
ξάνθιον, τό, die Spitzklette, eine Pflanze zum Gelbfärben der Haare -
5 ξάνθιον
ξάνθ-ιον, τό, a plant used for dyeing the hair yellow,A Xanthium Strumarium, broad-leaved burweed, Dsc.4.136, Gal.12.87.II = ξυρίς, Ps.-Dsc.4.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξάνθιον
-
6 ξανθίοις
ξάνθιονXanthium Strumarium: neut dat pl -
7 ξανθίου
ξάνθιονXanthium Strumarium: neut gen sg -
8 ξανθίων
ξάνθιονXanthium Strumarium: neut gen pl -
9 χάσκανον
-
10 ξανθίω
-
11 ξανθίῳ
-
12 φασγάνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φασγάνιον
-
13 φάσγανον
φάσγαν-ον, τό, poet. Noun,A sword,δῶκεν μέγα φ. ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Il.23.824
;κολεοῦ γυμνὸν φ. Pi.N.1.52b
;ἀμφιπλῆγι φ. S.Tr. 930
, cf. E.Fr. 373 (Cypr. acc. to AB 1095).II = ξιφίον, corn-flag, Gladiolus segetum, Thphr.HP7.12.3, 7.13.1, Nic.Fr.74.63.2 = ξάνθιον, Dsc.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάσγανον
-
14 χάσκανον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάσκανον
-
15 χοιραδόλεθρον
χοιρᾰδ-όλεθρον, τό,A = ξάνθιον, Dsc.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιραδόλεθρον
-
16 ἀντιθέσιον
ἀντιθέσιον, τό,A = ξάνθιον, Dsc.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιθέσιον
-
17 ἀπαρίνη
A cleavers, Galium Aparine, Thphr.HP7.14.2, Plu.2.709e, Dsc.3.90, Gal.11.834.2 = ἄρκιον, Ps.-Dsc.4.106.3 = ξάνθιον, Dsc.4.136.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρίνη
-
18 ξανθός
Grammatical information: adj.Meaning: `yellow, goldyellow, reddish, brownish, blond', of hairs (Il.), also of other objects (posthom.); on the meaning Capelle RhM 101, 21 f.; myk. ka-sa-to als EN, vgl. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.Dialectal forms: Myc. kasato as PN, cf. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.Compounds: Compp., e. g. ξανθο-κόμης (- ος) `blondhaired' (Hes., Pi.), ἐπί-ξανθος `almost yellow, yellowish' (X., Thphr.; Strömberg Prefix Studies 105) beside ἐπι-ξανθίζομαι `become yellowish, brornish' (Pherecr.).Derivatives: 1. Ξάνθος m. name of a river, a town, a person, a horse (Il., with opposit. accent); 2. ξάνθη f. name of a yellow stone (Thphr.); 3. ξάνθιον n. name of a plant, which was used to make hairs blond (Dsc., Gal.; Strömberg Pfl.namen 23); 4. ξανθότης, - ητος f. `yellow colour, blindness' (Str.); 5. Denomin. verbs: a. ξανθίζω 'make, be ξ.' (Com., LXX) with ξάνθ-ισις, - ισμός `yellow coloured' (medic.), ξανθίσματα ( κόμης, χαίτης) `blond curls' (E. Fr. 322, AP) ; b. ξανθόομαι, - όω 'besome, paint ξ.' (Dsc.) with ξάνθωσις (Ps.-Democr. Alch.); c. ξανθύνομαι `id.' (Thphr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. On the proposed, in any case very remote cognateship with Lat. cānus `grey(white)' s. W.-Hofmann s.v., also WP. 1, 358, Pok. 533. Little value has the comparison with Etr. zamθic supposedly `of gold' (Brandenstein P.-W. 7 n, 1919), with which Heubeck Würzb. Jb. 4, 202 wants to draw also Σκάμανδρος. -- Cf. ξουθός. The word may be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξανθός
См. также в других словарях:
ξάνθιον — Xanthium Strumarium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίοις — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίου — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίων — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθίῳ — ξάνθιον Xanthium Strumarium neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξάνθιο — (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
φάσφανο — το / φάσγανον, ΝΜΑ όργανο σφαγής, ξίφος, σπαθί, μαχαίρι αρχ. 1. το ξιφοειδές οστό, το ραχοκόκαλο ορισμένων ψαριών 2. βοτ. α) το φυτό ξιφίον, κν. γνωστό σήμερα ως σπαθόχορτο β) το φυτό ξάνθιον 3. το φυτό ασπάλαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., αβέβαιης… … Dictionary of Greek