Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξυστήριος

См. также в других словарях:

  • ξυστήριος — ξυστήριος, ον (ΑΜ) [ξυστήρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο ή ο κατάλληλος για ξύσιμο, για ροκάνισμα, για σκάλισμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστήριον οδοντιατρικό εργαλείο για απόξεση τών δοντιών …   Dictionary of Greek

  • ξυστηρίῳ — ξυστήριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστήρια — ξυστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»