-
1 ξυστήρ
ξυστήρ, ῆρος, ὁ, der Schabende, Kratzende, Suid. – Ein Werkzeug zum Schaben, Kratzen, Schabemesser, Leon. Tar. 4 (VI, 205), unter den τέκτονος ἄρμενα genannt.
-
2 ξυστηρ
-
3 ξυστήρ
ξυστήρscraper: masc nom sg -
4 ξυστήρ
ξυστήρ, ῆρος, ὁ, der Schabende, Kratzende, Suid. Ein Werkzeug zum Schaben, Kratzen, Schabemesser, Leon. Tar. 4 (VI, 205), unter den τέκτονος ἄρμενα genannt. -
5 ξυστήρ
-
6 περι-ξυστήρ
περι-ξυστήρ, ῆρος, ὁ, chirurgisches Werkzeug, die Knochen abzuglätten, wegzunehmen, Chirurg. vett.
-
7 ξυστήρων
ξυστήρscraper: masc gen pl -
8 ξυστρον
-
9 ξυστήριος
ξυστήριος, zum Schaben, Abkratzen gehörig; τὸ ξυστήριον, Werkzeug, = ξυστήρ, Sp.
-
10 ξύστωρ
ξύστωρ, ορος, ὁ, = ξυστήρ, Schol. Od. 22, 455.
-
11 ξύστης
ξύστης, ὁ, = ξυστήρ, Sp.
-
12 ὑπ-αγωγεύς
ὑπ-αγωγεύς, έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. ξυστήρ, πλατὺ σίδηρον, ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie ὑποβολεύς, Nicom. arithm. 2, 27 und Music.
-
13 ξυστήρα
-
14 ξυστῆρα
-
15 ξυστήρας
-
16 ξυστῆρας
-
17 ξυστήρες
-
18 ξυστῆρες
-
19 ξυστήρι
-
20 ξυστῆρι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξυστήρ — scraper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρα — ξυστήρ scraper masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρας — ξυστήρ scraper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρες — ξυστήρ scraper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρι — ξυστήρ scraper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρος — ξυστήρ scraper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρσι — ξυστήρ scraper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστῆρσιν — ξυστήρ scraper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστήρων — ξυστήρ scraper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστηρίδιον — ξυστηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξυστήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. λουτηρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
οδοντοξυστήρ — ὀδοντοξυστήρ, ὁ (Α) ο οδοντοξέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ξυστήρ «εργαλείο για ξύσιμο, χειρουργικό μαχαίρι» (πρβλ. περι ξυστήρ)] … Dictionary of Greek