-
1 ξυνηιος
-
2 ξυνος
эп.-ион. ξῡνήϊος 3(κακόν Hom.): (τὰ) ξυνήϊα Hom. общее достояние; ξ. Ἐνυάλιός (ἐστιν) Hom. Эниалий (Арей) одинаков для всех, т.е. благоприятствует то одной, то другой стороне; ξυνὸν δόρυ Soph. совместная борьба, т.е. помощь в бою; ξυνὰ δ΄ ἐλπίζω λέγειν Aesch. я надеюсь, что говорю об общих интересах
См. также в других словарях:
ξυνήιος — ξυνήϊος, ΐη, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά» … Dictionary of Greek
ξυνήιον — ξῡνήιον , ξυνήιος common masc acc sg ξῡνήιον , ξυνήιος common neut nom/voc/acc sg ξυνήϊον , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)