Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ξυνήϊος

См. также в других словарях:

  • ξυνήιος — ξυνήϊος, ΐη, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά» …   Dictionary of Greek

  • ξυνήιον — ξῡνήιον , ξυνήιος common masc acc sg ξῡνήιον , ξυνήιος common neut nom/voc/acc sg ξυνήϊον , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»