-
1 ξυντονως
1) напряженно, пристально(βλέπειν πρός τι Plat.)
2) упорно, усердно, неутомимо(ἐπὴ λόγων μεταλήψει μεῖναι Plat.)
3) в напряженном труде, строго(ζῆν Plat.)
См. также в других словарях:
ξυντόνως — συντόνως , σύντονος strained tight adverbial συντόνως , σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… … Dictionary of Greek