Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξυντόνως

См. также в других словарях:

  • ξυντόνως — συντόνως , σύντονος strained tight adverbial συντόνως , σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»