-
1 ἐνδελεχής
ἐνδελεχής, ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσϑαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.
См. также в других словарях:
ξυντόνως — συντόνως , σύντονος strained tight adverbial συντόνως , σύντονος strained tight masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… … Dictionary of Greek