-
1 ξυντρεφω
1) вместе кормить, вместе воспитывать, вместе выращивать(τινάς Xen.)
συντραφῆναι ἐν τῷ αὐτῷ Xen. — вместе вырасти;συντετράφθαι τινί Eur. — быть воспитанным вместе, т.е. быть близким с кем-л.2) внушать, воспитывать, прививать(συντεθραμμένος αὐτῷ ζῇλος Plut.)
συντρεφόμενος ταῖς γεωργικαῖς ἐπιμελείαις Diod. — приучаемый к земледельческим занятиям3) образовывать, формировать
См. также в других словарях:
συντρέφω — και αττ. τ. ξυντρέφω Α [τρέφω] 1. τρέφω επί πλέον 2. τρέφω συγχρόνως 3. παθ. συντρέφομαι α) ανατρέφομαι μαζί με άλλον β) εκπαιδεύομαι σε κάτι γ) (για ασθένειες ή για αισθήματα) αυξάνομαι ή αναπτύσσομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («ἐκ νηπίου ἡμῑν… … Dictionary of Greek