-
1 ξυνεχως
ион. συνεχέως (эп. in arsi ῡ)1) постоянно, беспрестанно, непрерывно(ἐπιφοιτᾶν Her.; πολεμεῖν Thuc.)
2) кряду, подряд(τὰ δέκα ἔτη ξ. Thuc.)
3) сплошьσ. εἶναι Arst. — быть сплошным;
σ. μέχρι πρὸς τὸν τοῦ Ἀδρίου μυχόν Polyb. — вплоть до края Адриатического моря -
2 ξυνεχώς
-
3 ξυνεχῶς
-
4 συν-εχής
συν-εχής, ές, zusammenhaltend, zusammenhangend, dicht neben einander stehend, gedrängt; ὁ λόγος ξυνεχὴς τῷ νῦν δὴ γενομένῳ, Plat. Ep. III, 318 a; ἐν πόνῳ συνεχεστέρῳ ὤν, Thuc. 7, 81; darauf folgend, ὁ συνεχὴς λόγος, Pol. 1, 5, 5; ἓξ πύργους τοὺς συνεχεῖς τῷ προειρημένῳ κατέβαλον, 1, 42, 9, u. öfter; τὸ συνεχές, die Reihenfolge, öfter, u. a. Sp. – Von der Zeit, anhaltend, ununterbrochen, unaufhörlich; ὅτι πόλεμος ἀεὶ πᾶσι διὰ βίου ξυνεχής ἐστι, Plat. Legg. I, 625 e; ξυνεχῆ καύματα καὶ πυρετοὺς ἀπεργάζεται, Tim. 86 a, u. öfter; ὅπως μὴ ξυνεχεῖ ῥήσει ἀπατηϑῶσι, Thuc. 5, 85. Am gewöhnlichsten adverbial, συνεχές, ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές, Il. 12, 25; συνεχὲς αἰεί, Od. 9, 74; φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει, Pind. I. 3, 83; λέγε δὴ μόλωμεν ξυνεχές, Ar. Equ. 21; auch ξυνεχῶς, Ran. 913, wie Eur. I. A. 1008; u. συνεχέως, Hes. Th. 636 u. öfter; συνεχέως αἰεί, Her. 1, 67, wie Plat. Legg. IV, 706 a, ὅτῳ ἂν συνεχῶς ἀεὶ καλόν τι ξυνέσπηται μόνον, u. Thuc. 1, 11. 5, 24; ὡς συνεχέστατα ποιεῖν, Xen. Hem. 4, 2, 6; κατὰ τὸ συνεχές, Pol. 3, 2, 6 u. öfter; συνεχὲς ἀνολολύζων, Luc. somn. 4. – [Bei Hom. u. Hes. ist die erste Sylbe von συνεχές u. συνεχέως durch die Arsis lang, ohne daß das ν verdoppelt wird, was spätere Epiker nachahmen, Ap. Rh. 1, 1271; Theocr. 20, 12; vgl. Schol. Il. 12, 26.]
-
5 επικαθημαι
1) сидеть (на чём-л.)(τινι Her., Arph. и ἐπί τινι Arph., Arst.)
2) (тж. ἐ. τοῖς ᾠοῖς Arst.) сидеть на яйцах, высиживать детенышей3) (тж. ἐ. ἐπὴ τῆς τραπέζης Dem.) сидеть у (своего) меняльного столаὁ ἐπικαθήμενος Dem. — меняла
4) (рядом) расположиться (лагерем), тж. осаждать(ξυνεχῶς ἐπικαθήμενοι, sc. οἱ πολέμιοι Thuc.; τὸ πρὸς τοῖς Τιγρανοκέρτοις ἐπικαθήμενον στράτευμα Plut.)
См. также в других словарях:
ξυνεχῶς — συνεχῶς , συνεχής holding together adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχής — ές, ΝΜΑ και αττ. τ. ξυνεχής, ές, Α [συνέχω] 1. (για πράγμ. και με τοπ. σημ.) αυτός που αποτελεί αδιάσπαστη σειρά με έναν άλλο, αυτός που επικοινωνεί με άλλον, ο συνεχόμενος (α. «συνεχή δωμάτια» β. «οἰκήματα... ξυνεχῆ ὥστε ἐν φαίνεσθαι τεῑχος… … Dictionary of Greek