Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξυνεμβολή

См. также в других словарях:

  • ξυνεμβολῇ — σύν , ἐν ἀντιβολέω meet pres subj mp 2nd sg σύν , ἐν ἀντιβολέω meet pres ind mp 2nd sg σύν , ἐν ἀντιβολέω meet pres subj act 3rd sg σύν , ἐν βολέω to be stricken pres subj mp 2nd sg σύν , ἐν βολέω to be stricken pres ind mp 2nd sg σύν , ἐν βολέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»