Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ξοΐτης

См. также в других словарях:

  • ξοΐτης — ξοΐτης, ὁ (Α) τεχνίτης που χρησιμοποιεί την ξοΐδα, χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω* + κατάλ. ίτης (πρβλ. ξυλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»