Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ξεχωρίζω

  • 1 различать

    ξεχωρίζω, διακρίνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различать

  • 2 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 3 выделить

    выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι
    * * *
    = выделять
    1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)
    2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)
    3) (средства и т. п.) παραχωρώ

    Русско-греческий словарь > выделить

  • 4 выделить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεχωρίζω•

    выделить слабых учеников ξεχωρίζω τους αδύνατους μαθητές.

    || διακρίνω, κάνω να φαίνεται, να ξεχωρίζει• υπογραμμίζω, τονίζω, σημειώνω•

    выделить цитату особым шрифтом υπογραμμίζω περικοπή με ιδιαίτερα γράμματα.

    2. παραχωρώ•

    выделить часть имущества παραχωρώ μέρος της περιουσίας.

    3. εκκρίνω, βγάζω•

    выделить пот βγάζω ιδρώτα.

    || παράγω•

    выделить углекислый газ βγάζω μονοξείδιο του άνθρακα.

    4. (στρατ.) αποσπώ•

    выделить отряд αποσπώ τμήμα, βγάζω απόσπασμα.

    1. χωρίζω•

    женатые сыновья -лись из отчовской семьи τα παντρεμένα παιδιά χώρισαν από τον πατέρα (ή τους γονείς).

    || διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    его голос -лся громче всех η φωνή του ξεχώρησε βροντερότερη απ’ όλες.

    2. εκκρίνομαι, βγαίνω•

    -лаоь слюна βγήκε σάλιο.

    || παράγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выделить

  • 5 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

  • 6 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 7 разделить

    разделить, разделять διαιρώ, μοιράζω· ξεχωρίζω (разъединить)' διανέμω, κατανέμω (распределить) \разделиться μοιράζομαι· χωρίζομαι (отделяться)
    * * *
    = разделять
    διαιρώ, μοιράζω; ξεχωρίζω ( разъединить); διανέμω, κατανέμω ( распределить)

    Русско-греческий словарь > разделить

  • 8 различить

    Русско-греческий словарь > различить

  • 9 разобрать

    разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)
    * * *
    1) ( на части) ξεχωρίζω
    2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ
    3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ

    Русско-греческий словарь > разобрать

  • 10 выделять

    выделять
    несов
    1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·
    2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·
    3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·
    4. фи-виол. ἐκκρίνω·
    5. хим. βγάζω, ἐξάγω.

    Русско-новогреческий словарь > выделять

  • 11 вырезать(ся)

    -ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•

    вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•

    вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.

    2. σκαλίζω, χαράσσω•

    вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.

    3. ξεχωρίζω, δίνω•

    беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.

    || σφάζω, κατασφάζω•

    бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•

    1. κόβομαι, αποκόπτομαι.
    2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.
    выреза/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. вырезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > вырезать(ся)

  • 12 обозначить

    -чу, -чишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)σημαίνω, σημειώνω, σημαδεύω•

    обозначить реки на карте σημειώνω τα ποτάμια στο χάρτη.

    2. δηλώνω, δείχνω, φανερώνω• καθορίζω.
    3. διακρίνω, ξεχωρίζω.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω, διαγράφομαι. || γίνομαι αισθητός, φανερός, εκδηλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обозначить

  • 13 отличать

    ρ.δ.
    βλ.
    1. βλ. отличить.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνω, κάνω να ξεχωρίζει.
    3. προτιμώ, δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση ή προσοχή.
    1. βλ. отличиться.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    отличать умом διακρίνομαι για το πνεύμα(εξυπνάδα).

    Большой русско-греческий словарь > отличать

  • 14 отлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. παλ. ξεχωρίζω αποσπώ αποκόπτω, ξεκόβω απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω•

    отлучить здоровый скот от больного ξεχωρίζω τα γερά ζώα από τα αρρωστιάρικα•

    отлучить ребнка от груди αποθηλάζω•

    отлучить от церкви αφορίζω αναθεματίζω.

    απομακρύνομαι, φεύγω,αποχωρώ για λίγο.•

    Большой русско-греческий словарь > отлучить

  • 15 отмежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмежёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χωρίζω, ξεχωρίζω, βάζω όρια•

    отмежевать поле βάζω σύνορα στο χωράφι•

    отмежевать одну область знаний от другого ξεχωρίζω τον ένα τομέα γνώσεων από τον άλλο.

    (ξε)χωρίζομαι απομονώνομαι. || διίσταμαι χωρίζω τα τσανάκια• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отмежевать

  • 16 оттенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.
    1. φωτοσκιάζω, ρίχνω σκιά.
    2. μτφ. ξεχωρίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.
    ξεχωρίζω, διακρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > оттенить

  • 17 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 18 раздёрнуть

    ρ.σ.μ. ξεχωρίζω, (δι)ανοίγω τραβώντας.
    ξεχωρίζω, -ομαι, ανοίγομαι με τράβηγμα•

    занавес -лся η κουρτίνα άνοιξε (με τράβηγμα).

    Большой русско-греческий словарь > раздёрнуть

  • 19 различить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. различенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    διακρίνω, ξεχωρίζω•

    он -ил е в темноте αυτός τη διέκρινε στο σκοτάδι•

    различить цвет ξεχωρίζω το χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > различить

  • 20 размежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размежванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. οροθετώ, οροσημαίνω, βάζω όρια, σύνορα•

    размежевать землю οροθετώ τη γη.

    2. ξεχωρίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    размежевать сферу влияния: (μτφ.) προσδιορίζω τη σφαίρα επιρροής.

    1. οροθετούμαι, οροσημαίνομαι• χωρίζομαι με σύνορα.
    2. μτφ. προσδιορίζομαι,.καθορίζομαι. || ξεχωρίζω, -ομαι.

    Большой русско-греческий словарь > размежевать

См. также в других словарях:

  • ξεχωρίζω — ξεχωρίζω, ξεχώρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξεχωρίζω : σπάνια η χρησιμοποίηση του ρ. στην παθητική φωνή (ξεχωρίζομαι, βλ. πίν. 34 ) με την έννοια → με τοποθετεί κάποιος ξεχωριστά, με ξεχωρίζει από άλλα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — ξεχώρισα 1. μτβ., χωρίζω κάτι, βάζω στην άκρη: Πριν από το πλύσιμο,ξεχώρισα τα σκούρα από τα άσπρα ρούχα. 2. εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, κάνω διάκριση: Δεν τα ξεχωρίζει τα παιδιά του ο γονιός. 3. διακρίνω, αντιλαμβάνομαι με την όραση ή την ακοή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκρίνω — ξεχωρίζω κάτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καθαρά ή κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, διακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κρίνω (αόρ. ἐξ έκρινα) βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — ξεχωρίζω από κάποιον άλλο, είμαι διαφορετικός: Οι περισσότεροι δίδυμοι διαφέρουν στο χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • συναφορίζω — Α 1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον 3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαγιγνώσκω — ΜΑ αποφασίζω από κοινού με άλλον αρχ. ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»