Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ταχτοποιώ

См. также в других словарях:

  • ταχτοποιώ — και τακτοποιώ ταχτοποίησα, ταχτοποιήθηκα, ταχτοποιημένος, τοποθετώ πράγματα στη θέση που πρέπει, ταξινομώ, διευθετώ, κανονίζω: Ταχτοποιώ τα βιβλία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχτοποιώ — Ν βλ. τακτοποιώ …   Dictionary of Greek

  • τακτοποιώ — και ταχτοποιώ Ν 1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου») 2. βάζω σε τάξη, συγυρίζω («τακτοποιώ το σπίτι») 3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζω («τακτοποιώ τις δουλειές μου») 4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αναδιοργανώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξαναοργανώνω, ταχτοποιώ κάτι με νέο και καλύτερο τρόπο: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει την οικονομία της χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαλώνω — μπάλωσα, μπαλώθηκα, μπαλωμένος 1. επιδιορθώνω φθαρμένο ύφασμα ή άλλο αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση κομματιού: Μπάλωσα τις τρύπες του σακακιού. 2. μτφ., δικαιολογώ ή διορθώνω πρόχειρα κάποιο σφάλμα: Ευτυχώς τα μπάλωσα και δεν τιμωρήθηκα. 3. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τακτοποιώ — βλ. ταχτοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξινομώ — ταξινόμησα, ταξινομήθηκα, ταξινομημένος, τοποθετώ με ορισμένο σύστημα, ταχτοποιώ, κατατάσσω: Ταξινομώ τα γραμματόσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»