-
1 уложить
уложить 1) τοποθετώ; \уложить в постель βάζω στο κρεβάτι 2) (упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύω; \уложить вещи δένω (или ετοιμάζω) τις αποσκευές* \уложить чемодан ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου 3) (сделать причёску): \уложить волосы χτενίζω τα μαλλιά \уложиться (уложить вещи ) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου* * *1) τοποθετώуложи́ть в посте́ль — βάζω στο κρεβάτι
2) ( упаковать) ταχτοποιώ, μαζεύωуложи́ть ве́щи — δένω ( или ετοιμάζω) τις αποσκευές
уложи́ть чемода́н — ταχτοποιώ τη βαλίτσα μου
3) ( сделать причёску)уложи́ть во́лосы — χτενίζω τα μαλλιά
-
2 обрядить
-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. (διαλκ.) ντύνω γιορτινά, στολίζω.2. ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω•обрядить корову, коня ταχτοποιώ την αγελάδα, το άλογο.
1. ντύνομαι γιορτινά, στολίζομαι.2. ταχτοποιώ, διευθετώ το νοικοκυριό. -
3 вещь
вещь ж 1) το πράγμα, το αντικείμενο 2) мн. \вещьи τα πράγματα, οι αποσκευές уло жить \вещьи ταχτοποιώ τα πράγ ματα μου* * *1) ж το πράγμα, το αντικείμενο2) мн. вещи τα πράγματα, οι αποσκευέςуложи́ть вещи — ταχτοποιώ τα πράγματα μου
-
4 наладить
-
5 разобрать
разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)* * *1) ( на части) ξεχωρίζω2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ -
6 расположить
расположить τοποθετώ; \расположить по порядку ταχτοποιώ, ταξινομώ* * *расположи́ть по поря́дку — ταχτοποιώ, ταξινομώ
-
7 сложить
сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω* * *1) δένω, ταχτοποιώсложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου
2) ( согнуть) διπλώνωсложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα
3) мат. προσθέτω -
8 убрать
убрать 1) (прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνω; \убрать со стола σηκώνω το τραπέζι 2) (привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώ; \убрать комнату συγυρίζω το δω μάτιο· \убрать постель σηκώνω το κρεβάτι 3) (урожай) συγκομίζω, μαζεύω* * *1) ( прочь) απομακρύνω, μαζεύω; σηκώνωубра́ть со стола́ — σηκώνω το τραπέζι
2) ( привести в порядок) συγυρίζω, καθαρίζω; ταχτοποιώубра́ть ко́мнату — συγυρίζω το δωμάτιο
убра́ть посте́ль — σηκώνω το κρεβάτι
3) ( урожай) συγκομίζω, μαζεύω -
9 уладить
-
10 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
11 приткнуть
ρ.σ.μ. (απλ.)1. καρφιτσώνω•бант булавкой καρφιτσώνω το φιόγκο με παραμάνα.
2. χώνω, βολεύω ταχτοποιώ διευθετώ•-и вещи в уголок χώσε τα πράγματα στη γωνία.
3. μτφ. βάζω, ταχτοποιώ σε δουλειά χώνω.1. βολεύομαι, ταχτοποιούμαι στενόχωρα• στριμώχνομαι. || καταλύω, βρίσκω κατάλυμα, χώνομαι κάπου.2. μτφ. (απλ.) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι σε δουλειά• χώνομαι. -
12 уложиться
( уложить вещи) ταχτοποιώ τις βαλίτσες μου -
13 деть
дену, денешь; προστκ. день (χρησιμοποιείται με τα επίρ. „куда", „некуда").1. βάζω, τοποθετώ (έτσι που δύσκολα μπορεί να βρεθεί)•куда я дел авторучку? που έβαλα το στυλό;•
он не знает куда деть свой деньги αυτός δεν ξέρει που να κρύψει τα χρήματα του.
2. ταχτοποιώ, βολεύω, βάζω αε θέση. || διαθέτω.εκφρ.деть некуда – δε χωρά άλλο (για μεγάλη ποσότητα)•этого никуда не -нешь – αυτό δε θα σου περάσει πουθενά, μ' αυτό δε ξεγελάς κανένα•не знать куда глаза деть – δεν έχω που να κρύψω το πρόσωπο μου (από ντροπή)•не знать куда деть себя – δεν ξέρω τι να κάνω, που να τα βολέψω.1. εξαφανίζομαι, χάνομαι• κρύβομαι•куда -лся карандаш? τι ε'γινε (που πήγε) το μολύβι;•
куда он делся? τι έγινε αυτός; που είναι τος;•
куда он 'теперь -ется? που θα πάει (ή θα κρυφτεί) τώρα;
2. βρίσκω κατάλυμα, διαμένω, κονεύω. -
14 изладить
-ажу, -адишьρ.σ.μ. (διαλκ.) ματορεύω, φτιάχνω με τέχνη. || ετοιμάζω, ταχτοποιώ.ετοιμάζομαι για κάτι. -
15 ладить
лажу, ладишьρ.δ.1. τα έχω (τα πηγαίνω) καλά, τα ταιριάζω•ладить со всеми τά χω καλά με όλους•
один с ним не -ил ένας δεν τα ταίριαζε μ αυτόν•
они что-то не -ят αυτοί κάπως δεν τα πάνε καλά (μεταξύ τους).
2. μτφ. φτιάχνω, διορθώνω, επισκευάζω• διευθετώ, ταχτοποιώ•дорогу -ят το δρόμο φτιάχνουν•
ладить хозяйство φτιάχνω το νοικοκυριό.
3. σκοπεύω, προτίθεμαι.4. επαναλαβαίνω (κοπανίζω, πιπιλίζω) τα ίδια και τα ίδια•он всё своё -ит όλο τα δικά του κοπανίζει.
1. ταιριάζω•беседа у нас как-то не -ится δεν ταιριάζομε στην κουβέντα.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.3. φτάχνομαι, γίνομαι, διορθώνομαι, επισκευάζομαι• διευθετούμαι, ταχτοποιούμαι. -
16 обстряпать
ρ.σ.μ.(απλ.) ταχτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω. -
17 прибрать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прибранный, βρ: -ран, -аκ. -а, -о.1. συγυρίζω, διευθετώ, ταχτοποιώ.2. (απο)κρύβω, χώνω, τρυπώνω, καπακώνω.3. παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι.4. παλ. εκλέγω, διαλέγω κάτι που να ταιριάζει.εκφρ.Бог -ал – αποδήμησε στον Κύριο (πέθανε).συγυρίζω, διευθετώ, τακτοποιώ•она -лась в комнате αυτή συγύρισε το δωμάτιο.
См. также в других словарях:
ταχτοποιώ — και τακτοποιώ ταχτοποίησα, ταχτοποιήθηκα, ταχτοποιημένος, τοποθετώ πράγματα στη θέση που πρέπει, ταξινομώ, διευθετώ, κανονίζω: Ταχτοποιώ τα βιβλία μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχτοποιώ — Ν βλ. τακτοποιώ … Dictionary of Greek
τακτοποιώ — και ταχτοποιώ Ν 1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου») 2. βάζω σε τάξη, συγυρίζω («τακτοποιώ το σπίτι») 3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζω («τακτοποιώ τις δουλειές μου») 4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αναδιοργανώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ξαναοργανώνω, ταχτοποιώ κάτι με νέο και καλύτερο τρόπο: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αναδιοργανώσει την οικονομία της χώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαλώνω — μπάλωσα, μπαλώθηκα, μπαλωμένος 1. επιδιορθώνω φθαρμένο ύφασμα ή άλλο αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση κομματιού: Μπάλωσα τις τρύπες του σακακιού. 2. μτφ., δικαιολογώ ή διορθώνω πρόχειρα κάποιο σφάλμα: Ευτυχώς τα μπάλωσα και δεν τιμωρήθηκα. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτοποιώ — βλ. ταχτοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξιθετώ — ταξιθέτησα, ταξιθετήθηκα, ταξιθετημένος 1. τοποθετώ στη σειρά, ταχτοποιώ, ταξινομώ: Ο ταχυδρόμος πρώτα ταξιθετεί τις επιστολές του. 2. είμαι ταξιθέτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταξινομώ — ταξινόμησα, ταξινομήθηκα, ταξινομημένος, τοποθετώ με ορισμένο σύστημα, ταχτοποιώ, κατατάσσω: Ταξινομώ τα γραμματόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)