-
1 выселить
-
2 выживать
выживатьнесов1. ἐπιζώ, ἐπιβιῶ, μένω στή ζωή, γλυτώνω ἀπό τό θάνατο/ γίνομαι καλά, ἀναρρωνύω (после болезни)·2. (выгонять) разг ἐκτοπίζω, ἐκδιώκω, διώχνω/ ξεσπιτώνω, διώχνω ἀπ· τό σπίτι (из дома)· ◊ \выживать из ума разг ξεμωραίνομαι. -
3 выселить
[βύσιλιτ1] ρ. ξεσπιτώνω -
4 выселить
[βύσιλιτ1] ρ ξεσπιτώνω -
5 выселить
ρ.σ.μ. ξεσπιτώνω, κάνω έξωση. || μετοικίζω.μετοικώ, μεταναστεύω•выселить из отечества εκπατρίζομαι.
См. также в других словарях:
ξεσπιτώνω — ξεσπιτώνω, ξεσπίτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσπιτώνω — 1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του 2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω 3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι αλλάζω τόπο… … Dictionary of Greek
ξεσπιτώνω — ξεσπίτωσα, ξεσπιτώθηκα, ξεσπιτωμένος 1. διώχνω κάποιον από το σπίτι του, τον αναγκάζω να φύγει, του κάνω έξωση: Ξεσπίτωσε ολόκληρη οικογένεια μέσα στο χειμώνα για να πάρει μεγαλύτερο νοίκι. 2. το μέσ., ξεσπιτώνομαι εγκαταλείπω το σπίτι μου, παύω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοικίζω — (AM ἐξοικίζω) 1. διώχνω, ξεσπιτώνω 2. ερημώνω μσν. αναστατώνω, ξεσηκώνω αρχ. 1. εξορίζω 2. παθ. μεταναστεύω («ἀροῡδοι γὰρ ἐχθές εἰσιν ἐξωκισμένοι», Αριστοφ.) 3. εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικίζω (< οίκος)] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσπίτωμα — το [ξεσπιτώνω] εκδίωξη από το σπίτι, στέρηση κατοικίας … Dictionary of Greek
ξεσπιτίζω — 1. ξεσπιτώνω 2. ζω επί μεγαλύτερο από το συνηθισμένο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σπίτι] … Dictionary of Greek
ξεστεγάζω — 1. αφαιρώ τη στέγη, αποστεγάζω 2. βγάζω κάποιον από το σπίτι του, ξεσπιτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στεγάζω] … Dictionary of Greek
συνεξοικίζω — Μ διώχνω κάποιον από το σπίτι του ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξοικίζω «διώχνω, ξεσπιτώνω, εξορίζω»] … Dictionary of Greek