-
1 ξεκουμπώνω
μετ. отстёгивать, расстёгивать; распахивать (одежду);ξεκουμπώνομαι — отстёгиваться, расстёгиваться; — распахиваться (об одежде);
§ ξεκουμπήσου! убирайся!, проваливай! -
2 ξεκουμπώνω
[ксэкумбоно] р. отстегивать, расстегивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεκουμπώνω
-
3 ξεκουμπώνω
[ксэкумбоно] ρ отстегивать, расстегивать. -
4 ξεκουμπώνω
undoΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ξεκουμπώνω
-
5 undo
ξεκουμπώνω -
6 расстегивать
расстегиватьнесов, расстегнуть сов ξεκουμπώνω (пуговицы и т. п.) / ξεθηλυκώνω (крючок, пряжку):\расстегивать воротник ξεκουμπώνω τόν γιακά· \расстегивать пальто́ ξεκουμπώνω τό παλτό. -
7 отстёгивать
-
8 расстёгивать
-
9 отстегивать
отстегиватьнесов, отстегну́ть сов ξεκουμπώνω /ξεθηλυκώνω (пуговицы) / βγάζω (крючок, пряжку):\отстегивать воротник ξεκουμπώνω (или ἀνοίγω) τόν γιακά μου. -
10 распахивать
распахивать Iнесов (раскрывать) ἀνοίγω διάπλατα/ ξεκουμπώνω (об одежде):\распахивать окно́ ἀνοίγω διάπλατα τό παράθυρο· \распахивать пальто́ ξεκουμπώνω τό ἐπανω-φόρι.распахивать IIнесов ὁργώνω, ἀρο-τριω:\распахивать целину́ ξεχερσώνω τἡν χέρσα γή. -
11 unbuckle
(to undo the buckle or buckles of: He unbuckled his belt.) ξεκουμπώνω -
12 unbutton
(to unfasten the buttons of: She unbuttoned her coat.) ξεκουμπώνω -
13 undo
-
14 unfasten
(to undo (something that is fastened): He unfastened (the buttons of) his jacket.) ξεκουμπώνω -
15 отстегивать
[ατσπόγκιβατ"] ρ. ξεκουμπώνω -
16 расстёгивать
[ρασστιόγκιβατ'] ρ. ξεκουμπώνω -
17 отстегивать
[ατσπόγκιβατ"] ρ ξεκουμπώνω -
18 расстёгивать
[ρασστιόγκιβατ'] ρ ξεκουμπώνω -
19 выстегнуть
ρ.σ.μ.βγάζω μαστιγώνοντας•глаза βγάζω τα μάτια με το μαστίγιο.
ρ.σ.μ.ξεκουμπώνω. -
20 отстегнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстгнутый, βρ: -нут, -а, -оξεκουμπώνω, ξεθηλυκώνω.ξεκουμπώνομαι, ξεθηλυκώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεκουμπώνω — ξεκουμπώνω, ξεκούμπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)