-
21 распахнуть
ρ.σ.μ.ανοίγω διάπλατα•распахнуть ворота, дверь ανοίγω διάπλατα την πύλη, την πόρτα.
|| ξεκουμπώνω, ανοίγω (ένδυμα).ανοίγομαι διάπλατα. || ξεκουμπώνομαι, ανοίγομαι. -
22 расстегнуть
ρ.σ.μ. ξεκουμπώνω, ξεθηλυκώνω• εκπορπώ. || ξερράβω το κουμπί.ξεκουμπώνομαι•у тебя -лась рубашка σου ξεκουμπώθηκε το πουκάμισο.
|| αποσυνδέομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξεκουμπώνω — ξεκουμπώνω, ξεκούμπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκουμπώνω — ανοίγω κάτι βγάζοντας τα κουμπιά από τις κουμπότρυπες, ξεθηλυκώνω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + θηλυκώνω «κουμπώνω»] … Dictionary of Greek
ξεθηλυκώνω — ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)