-
1 ξειρίς
-
2 ξειρίς
ξειρίς, ίδος, ἡ, eine stark riechende Pflanze -
3 ξείρης
-
4 ξυρίς
-
5 ξίρις
Grammatical information: f.Meaning: `Iris foetidissima' (Thphr.)Other forms: Also ξιρίς (Dsc. 4, 22); and σῖρις or σίρις (EM. 209, 35). ξυρίς (Dsc., Plin. Gal.); ξειρίς (Ar., Hesych.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξίρις
См. также в других словарях:
ξειρίς — ξειρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ξυρίς … Dictionary of Greek
ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… … Dictionary of Greek