1 напиться
Русско-греческий словарь > напиться
2 напиваться
Русско-новогреческий словарь > напиваться
ξεδιψάω — / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεδιψώ — ξεδιψάω / ξεδιψώ, ξεδίψασα, ξεδιψασμένος βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής