-
1 ξανά
[ксана] εκίρ. опять, вновь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξανά
-
2 перетачивать
(ξανα)τορνίρω- клапан (авто) τροχίζω/τορνίρω τη βαλβίδα, ανανεώνω την όψη της βαλβίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перетачивать
-
3 переналадить
-ллу, -ладишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переналаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.ρυθμίζω ξανά, ρεγουλάρω ξανά, ξανα-κανονΙζω. -
4 вновь
-
5 заново
-
6 опять
-
7 сначала
-
8 снова
-
9 оживать
оживатьнесов1. (воскресать) (ξανά) ζωντανεύω·2. перен (возрождаться \оживатьо чувствах и т. п.) ἀναζωπυροῦμαι, ξανα-φουντώνω, ξανανάβω·3. перен (воспрянуть духом) ξαναγεννιέμαι, ἀναζωο-γονοβμαι. -
10 перечеканивать
перечеканиватьнесов, перечеканить сов κόπτω ξανά (κέρμα, μέταλλο κ.λ.π.):\перечеканивать монету κόπτω ξανά νόμισμα. -
11 воссоединить
ρ.σ.μ. (επαν)ενώνω, ενώνω ξανά.(επαν)ενώνομαι, ενώνομαι ξανά, πάλι•семь островов -лись с Грецией в 1864 г. τα Εφτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864.
-
12 обратно
επίρ.αντίστροφα, αντίθετα- ανα δρομικά•повернуть обратно γυρίζω πίσω•
течь αναρρέω, παλιρροώ•
обратно пропорциональный αντιστρόφως ανάλογα.
|| πίσω, προς τα πίσω•идти обратно πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)•
взять (получить) обратно παίρνω πίσω.
|| πάλι ξανά•пришл и обратно ушл ήρθε και ξανά έφυγε.
-
13 переметать
ρ.δ.βλ. перемести.-мечу, -мечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемётанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξανασυσσωρεύω, ξανασωριάζω•переметать стог ξαναθημωνιάζω.
2. συσσωρεύω, σωριάζω (όλο, πολύ).3. ρίχνω, πετώ•переметать все камни через забор πετώ όλες τις πέτρες έξω από τον περίβολο.
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемтанный, βρ: -тан, -а, -о.1. ξανατρυπώνω•переметать блужку ξανατρυπώνω τη μπλούζα.
2. ξαναστριφώνω, περιρράβω ξανά•переметать петлю περιρράβω ξανά την κουμπότρυπα.
-
14 перемять
-мну, -мншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемятый, βρ: -мят, -а, -о ρ.σ.μ.1. κατατσαλακώνω κατατσαλαπατώ•перемять всё бель κατατσαλακώνω όλα τα ρούχα•
перемять траву κατατσαλαπατώ το χορτάρι.
2. ξαναζυμώνω, ανακατεύω ξανά.ξανατσαλακώνομαι ξανα-τσαλαπατιέμαι. -
15 переплавить
-влю, -вишьρ.σ.μ. ξανάλιώνω, τήκω ξανά, ξαναχύνω (για μέταλλα).τήκομαι ξανά, ξαναχύνομαι.-влю, -вишьρ.σ.μ. περνώ, διαβιβάζω, διαπορθμεύω. -
16 переучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. ξαναδιδάσκω, ξαναμαθαίνω, εκπαιδεύω ξανά.2. απομνημονεύω, αποστηθίζω ξανά (κάτι λησμονημένο).3. παραδιδάσκω• βλάπτω.4. διδάσκω (όλους, πολλούς).ξαναδιδάσκομαι. || βλάπτομαι από το πολύ διάβασμα. -
17 переклепать
1. (заклепать заново, иначе или ещё раз) περτσινώνω/πιρτσινώνω ξανά 2. (заклепать всё) περτσινώνω όλα/τα πάντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переклепать
-
18 перековать
1. (выковать заново) σφυρηλατώ (εν θερμώ) ξανά/από την αρχή 2. (ковкой переделать во что-л. другое) μεταμορφώνω (σε κάτι άλλο) το διάπυρο μέταλλο με σφυρηλασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перековать
-
19 переконопатить
καλαφατίζω ξανά ή από την αρχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переконопатить
-
20 перелиновать
1. (разлиновать заново, иначе) ριγώνω ξανά, ξαναριγώνω, κάνω γραμμές 2. (разлиновать всё) ριγώνω (όλα, τα πάντα), κάνω γραμμές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелиновать
См. также в других словарях:
ξανά — (Μ ἄξανα και ξάνα) επίρρ. πάλι, εκ νέου νεοελλ. φρ. «ξανά και ξανά» επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ ανα στρέφω > ξανα στρέφω, ἐξ ανα ζώ… … Dictionary of Greek
ξάνας — ξάνᾱς , ξανάω grow weary with carding wool imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξάνασα — ξάνᾱσα , ξανάω grow weary with carding wool aor ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek