-
1 μετοικος
ὅ и ἥ1) переселенец, чужеземец(ξένος, λόγῳ μ., εἶτα δ΄ ἐγγενές φανήσεται Θηβαῖος Soph.)
πρὸς οὓς μ. ἔρχομαι перен. Soph. — (покойные родители), к которым я ухожу2) житель, жилецμ. οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν Soph. — (Антигона, которой) не место ни среди живых, ни среди мертвых
См. также в других словарях:
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek