-
1 ανηλεης
-
2 νη-
III -
3 νηλεης
эп. νηλειής, стяж. νηλής 2[ἔλεος]1) безжалостный, жестокий(ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.)
2) не вызывающий страдания, безжалостно брошенный(σῶμα Soph.)
См. также в других словарях:
νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… … Dictionary of Greek