См. также в других словарях:
ριζαίος — αία, ον, Α αυτός που αποτελεί τη βάση ενός πράγματος («ῥιζαῑος λίθος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. αῖος (πρβλ. νικ αῖος)] … Dictionary of Greek
ριζαίος — αία, ον, Α αυτός που αποτελεί τη βάση ενός πράγματος («ῥιζαῑος λίθος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + κατάλ. αῖος (πρβλ. νικ αῖος)] … Dictionary of Greek