Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νῐφόεις

См. также в других словарях:

  • νιφόεις — snowy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεις — νοφόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ Αἴτνα», Πίνδ.) 2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει» + κατάλ. όεις (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νιφόεν — νιφόεις snowy masc voc sg νιφόεις snowy neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντα — νιφόεις snowy neut nom/voc/acc pl νιφόεις snowy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφοέσσῃ — νιφόεις snowy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντας — νιφόεις snowy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντι — νιφόεις snowy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεντος — νιφόεις snowy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσα — νιφόεις snowy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσαν — νιφόεις snowy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιφόεσσ' — νιφόεσσα , νιφόεις snowy fem nom/voc sg νιφόεσσαι , νιφόεις snowy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»