-
1 ναΐ
-
2 νάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `stamp down, squeeze close, press together, stuff' (φ 122).Derivatives: Verbaladj. ναστός `pressed together, stuffed full' (medic., J.), substant. (sc. πλακοῦς) m. name of a cake (com.) with ναστίσκος m. (Pherecr.); also νακτός `pressed together' (Plu.); νακτά τοὺς πίλους καὶ τὰ ἐμπίλια H. -- Verbal subst. νάγμα n. `closely sqeezed stone-wall' (J.). From the attestations it is not clear, whether the verbal stem orig. ended in a velar ( νάξαι φ 122) or a dental ( νασ-τός from *νατ-τός?); perh. best is, to take ναστός and νένασμαι as analogical (after παστός, πέπασμαι?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Etymology unknown; connection with νάκος `woollen skin' (s.v.) cannot be proven. Other combinations by Sommer Lautst. 57. -- Here as LW [loanword] Lat. naccae `fullones', perh. from *νάκται; further s. W.-Hofmann s.v. - The verb may well be Pre-Greek.Page in Frisk: 2, 291Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νάσσω
См. также в других словарях:
νατ(ο)ύρ μορτ — η άκλ. νεκρή φύση, ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων, όπως λουλουδιών, καρπών κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nature morte «νεκρή φύση»] … Dictionary of Greek
Κόουλ, Νατ Κινγκ — (Nat King Cole, Μοντγκόμερι, Αλαμπάμα 1917 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αφροαμερικανού τραγουδιστή και πιανίστα Ναθάνιελ Άνταμς Κόουλ (Nathaniel Adams Cole). Μεγάλωσε στο Σικάγο, όπου δέχτηκε την επίδραση του… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
νάσσω — και αττ. τ. νάττω (Α) 1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.) 2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.) 3. (το παθ.) νάσσομαι α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.) β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία… … Dictionary of Greek
Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… … Dictionary of Greek
Μέρσερ, Τζόνι — (Johnny Mercer, Σαβάνα 1909 – 1976). Αμερικανός στιχουργός, συνθέτης και ηθοποιός. Ξεκίνησε την επαγγελματική του διαδρομή ως θεατρικός ηθοποιός και τραγουδιστής συγκροτημάτων, για να εξελιχθεί σε έναν από τους δημοφιλέστερους δημιουργούς του… … Dictionary of Greek
Τασμανία — (Tasmania). Ομόσπονδη Πολιτεία της Αυστραλίας, η μικρότερη σε έκταση (67.800 τ. χλμ.) και σε πληθυσμό (451.000 κάτ.), που αποτελείται από το ομώνυμο νησί το οποίο βρίσκεται λίγο προς τα ΝΑ της Αυστραλίας, από την οποία χωρίζεται μέσω του Πορθμού… … Dictionary of Greek