-
1 νᾱο-ποιός
νᾱο-ποιός, Tempel bauend, Arist. rhet. 1, 14 u. Sp.
-
2 ναοποιέω
A v. νεω-ποιέω, -ποιία, -ποϊκός, -ποιός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναοποιέω
-
3 νᾱοποιός
-
4 ναοποιος
-
5 ναός
Grammatical information: m.Meaning: `temple, house of god, sanctuary' (Dor., Thess., young Att., hell.).Compounds: Compp., e.g. ναο-κόρος (Delph.), να-κόρος (Dor.), νεω-(νεο-)κό-ρος (IA., hell.) m. `temple-warden' with derivv. (s. κορέω); να(ο)-, νεω-ποιός, second. (Schwyzer 451) - πο(ί)ας, - πο(ί)ης name of an office in charge of the building of a temple, with - ποιέω, - ποιία, - ποιεῖον, -ποϊκός a.o. (inscr. since Va); πρό-ναος (A.), Att. - νεως, also -νάϊος, Ion. -νήϊς ( Άθηνᾶ Προναΐα, - νηΐα), `in front of the temple', substant. πρό-ναος, Ion. - νηος m., - ναον, -νάϊον, -νήϊον n. `front hall' (details in Schwyzer-Debrunner 508 n. 1).Derivatives: 1. Diminutiva: ναΐδιον (Plb., Str.), ναΐσκος m. (Str., J.) with - ίσκιον, - ισκάριον (Pap., Sch.). -- 2. Adj.: ναϊκός `belonging to a temple' (Dodona). -- 3. Denomin.: ναεύω `take sanctuary in a temple' (Gortyn); ναόω `lead into a temple' (Crete); cf. ναύειν ἱκετεύειν, παρά τὸ ἐπὶ την ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: As common basis of the different dialectforms (s. Schwyzer 224 w. n. 4, 282, Björck Alpha impurum 326 ff.) we get *νασϜος. Therefore the word is mostly analysed as *νασ-Ϝο-ς and as `habitation, house (of the god)' derived from νάσ-σαι, ναίω (s.v.), which is quite possibke; on the Ϝο- suffix Chantraine Form. 123 f., Schwyzer 472. The etymology however has often been doubted: by Hermann Silbenbildung 50, by Chantraine l.c. and Étrennes Benveniste 4 (perh. Mediterranean word), by Lewy KZ 55, 31 f. (Semit. etym.; not convincing). Hrozný Die älteste Völkerwanderung und die protoind. Zivilisation (Praha 1939) 14f. compares Protoind. (Mohendjo-Daro) nasas `great House, palace, magazine'. Fur. 338 w. n. 13 adduces the variants ναιός (Clinias ap. sch. A.R. 2, 1085, H.) and νειός (inscr. Samos 4 c. B.C,).Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ναός
См. также в других словарях:
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν … Dictionary of Greek