-
1 ναοπόλος
1 minister of a temple ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα (i. e. Teneros, son of Apollo: v. δάπεδον) fr. 51d. -
2 ναοπόλος
II as Subst., overseer of a temple, Hes.Th. 991.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναοπόλος
-
3 νηοπόλοιο
ναοπόλοςdwelling: masc gen sg (epic ionic)νηοπόλοςmasc /fem /neut gen sg (epic) -
4 νηοπόλον
ναοπόλοςdwelling: masc acc sg (ionic)νηοπόλοςmasc /fem acc sgνηοπόλοςneut nom /voc /acc sg -
5 νηοπόλος
ναοπόλοςdwelling: masc nom sg (ionic)νηοπόλοςmasc /fem nom sg -
6 νηοπόλους
ναοπόλοςdwelling: masc acc pl (ionic)νηοπόλοςmasc /fem acc pl -
7 ναοπόλοις
νᾱοπόλοις, ναοπόλοςdwelling: masc dat plνᾱοπόλοις, νηοπόλοςmasc /fem /neut dat pl (attic) -
8 ναοπόλον
νᾱοπόλον, ναοπόλοςdwelling: masc acc sgνᾱοπόλον, νηοπόλοςmasc /fem acc sg (attic)νᾱοπόλον, νηοπόλοςneut nom /voc /acc sg (attic) -
9 νηοπόλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηοπόλος
См. также в других словарях:
ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο … Dictionary of Greek
νηοπόλοιο — ναοπόλος dwelling masc gen sg (epic ionic) νηοπόλος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλον — ναοπόλος dwelling masc acc sg (ionic) νηοπόλος masc/fem acc sg νηοπόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλος — ναοπόλος dwelling masc nom sg (ionic) νηοπόλος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηοπόλους — ναοπόλος dwelling masc acc pl (ionic) νηοπόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νηοπόλος — νηοπόλος, ον (Α) ιων. τ. βλ. ναοπόλος … Dictionary of Greek
ναοπόλοις — νᾱοπόλοις , ναοπόλος dwelling masc dat pl νᾱοπόλοις , νηοπόλος masc/fem/neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναοπόλον — νᾱοπόλον , ναοπόλος dwelling masc acc sg νᾱοπόλον , νηοπόλος masc/fem acc sg (attic) νᾱοπόλον , νηοπόλος neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)