Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νᾱκόρος

См. также в других словарях:

  • νακόρος — νακόρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωκόρος …   Dictionary of Greek

  • ναοκόρος — και νακόρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. νεωκόρος …   Dictionary of Greek

  • νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • υπονακόρος — ὁ, Α βοηθός νεωκόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νακόρος, συνηρ. τ. τού νεωκόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»