Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νύναμαι

См. также в других словарях:

  • νύναμαι — (Α) (κρητ. τ.) δύναμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή τού δ σε ν. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. νους* δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • νυνατός — νυνατός, ά, όν (Α) [νύναμαι] (κρητ. τ.) δυνατός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»