Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

νοότης

См. также в других словарях:

  • νοότης — νοότης, ἡ (Α) η ιδιότητα τού νου, η ικανότητα τής διάνοιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. ότης] …   Dictionary of Greek

  • νοότης — intellectuality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοότητα — νοότης intellectuality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοότητος — νοότης intellectuality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»