-
1 ναρκη
ἥν. κατὰ τῆς χειρὸς καταχεῖται Arph. — рука немеет
2) зоол. гнюс, электрический скат Plat. Arst., Plut. -
2 νάρκη
η1) спячка; дремота;χειμέριος νάρκη των ζώων — зимняя спячка животных;
μ' έπιασε (μιά) νάρκη — меня одолела дремота;
2) зоол, электрический скат;3) воен, мина;μαγνητική νάρκη — магнитная мина;
πεδίον νάρκών — минное поле;
φράγμα από νάρκες — минное заграждение;
νάρκη φραγμού — мина заграждения;
τοποθετώ νάρκες — минировать
-
3 νάρκη
[нарки] ουσ θ (στρατ) мина. -
4 ναρκα
-
5 επινεω
I(fut. ἐπινεύσομαι)(по чему-л. или к чему-л.) плыть, проплывать (ἥ νάρκη λαμβάνει τὰ ἐπινέοντα, sc. ἰχθύδια Arst.)
II( о Мойрах)(тж. ἐ. λίνῳ Hom.) досл. прясть, перен. готовить в удел, назначать, предопределять (εἴς τινα Luc.)
τῷ ὥς ποθι Μοῖρα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ Hom. — так ему некогда при рождении было суждено - ср. ἐπικλώθω(pf. pass. ἐπινένημαι и ἐπινένησμαι) наваливать, нагромождать(ἁμάξας φρυγάνων Her.)
αἱ τράπεζαι εἰσιν ἐπινενησμέναι ἀγαθῶν ἁπάντων Arph. — столы уставлены всевозможными благами (т.е. вкусными яствами) -
6 θηριοναρκη
-
7 νάρκα
η см. νάρκη -
8 χειμερινός
См. также в других словарях:
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νάρκη — η 1. βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο διάφοροι οργανισμοί περιορίζουν το ρυθμό μεταβολισμού τους και τις δραστηριότητές τους για να ανταπεξέλθουν σε δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: Χειμερινή νάρκη των φιδιών. 2. τάση για ύπνο, ληθαργική… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάρκη — νάρκα fem nom/voc sg (attic epic ionic) νάρκη numbness fem nom/voc sg (attic epic ionic) ναρκάω grow stiff pres imperat act 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναρκάω grow stiff imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκῃ — νάρκα fem dat sg (attic epic ionic) νάρκη numbness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναρκῇ — ναρκάω grow stiff pres subj mp 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres ind mp 2nd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres subj act 3rd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres ind act 3rd sg (doric) ναρκάω grow stiff pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ναρκάω grow … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκηι — νάρκῃ , νάρκα fem dat sg (attic epic ionic) νάρκῃ , νάρκη numbness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Narcolepsy — For other uses, see Narcolepsy (disambiguation). Narcolepsy Classification and external resources ICD 10 G47.4 ICD 9 … Wikipedia
TORPEDO — a vi, ut Varro ait, de L. L. l. 4. nempe quia inducit torpedinem: Graecis eadem de causa Νάρκη, quod νάρκωσιν producit: a tremore, quem adfert contrectantibus, Burdegalensibus Tremble; Liguribus ob eandem rationem Tremoriza: Bellunensi, Avicennae … Hofmann J. Lexicon universale
θηριονάρκη — θηριονάρκη, ἡ (Α) βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη] … Dictionary of Greek
μουδιάστρα — Βλ. λ. νάρκη (ψάρι). * * * η ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού νάρκη, είδους σελαχίου τού γένους torpedo. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. τού μουδιάζω + κατάλ. τρα (πρβλ. χαλάσ τρα)] … Dictionary of Greek