Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νωχελίη

См. также в других словарях:

  • νωχελίῃ — νωχελία laziness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχέλεια — η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη [νωχελής] η ιδιότητα τού νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία …   Dictionary of Greek

  • νωχελία — νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α) βλ. νωχέλεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»