-
1 νωτοπληξ
-
2 νωτοπλήξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωτοπλήξ
-
3 νωτοπλήξ
-
4 νωτόπληγα
νωτοπλήξwith scourged back: masc acc sg
См. также в других словарях:
νωτοπλήξ — νωτοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (για δούλους) αυτός που δέχεται χτυπήματα στα νώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, νοο πλήξ] … Dictionary of Greek
νωτόπληγα — νωτοπλήξ with scourged back masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)