-
1 νυκτ-ωπός
νυκτ-ωπός, = νυκτερωπός, Λαϑοσύνα, Eur. I. T. 1279.
-
2 νυκτωπός
A = νυκτερωπός, λαθοσύνα E.IT 1279 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτωπός
-
3 νυκτωπος
-
4 νυκτάλωψ
νυκτάλωψ, - ωποςGrammatical information: m. f.Meaning: prop. `nightseeing' = `dayblind', as subst. m. `nightseeing' = `dayblindness', second. `night-blind, nightblindness' (Hp., Arist., Gal.); cf. Gal. 14, 776: νυκτάλωπας δε λέγουσιν, ὅταν ἡμέρας μεν βλέπωσιν ἀμαυρότερον, δυομένου δε ἡλίου λαμπρότερον, νυκτὸς δε ἔτι μᾶλλον η ὑπεναντίως, ἡμέρας μεν ὀλίγα, ἑσπέρας δε η νυκτὸς οὑδ' ὅλως; opposite ἡμεράλωψ (Gal. 14, 768 e Dem. Ophth.).Derivatives: νυκταλωπ-ικά n. pl. `attacks of ν.' (Hp.), - ιάω `suffer of ν.' (Gal.) with - ίασις (Orib.). Formation of νύξ in - ωψ with analogical λ-enlargement as in αἱμ-άλωψ (: αἷμα, αἱμαλέος), θυμ-άλωψ (cf. θυμ-ιάω, θυ-μός); cf. also αἰγίλωψ, ἀγχίλωψ and Schwyzer 426 n. 4.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Formation of νύξ in - ωψ with analogical λ-enlargement as in αἱμ-άλωψ (: αἷμα, αἱμαλέος), θυμ-άλωψ (cf. θυμ-ιάω, θυ-μός); cf. also αἰγίλωψ, ἀγχίλωψ and Schwyzer 426 n. 4. Not with Bechtel KZ 45, 229 f. (agreeing Prellwitz Glotta 16, 154 and Schwyzer 259) from *νυκτ-άνωψ = `in the night notseeing' dissimilated. Cf. Strömberg Pflanzennamen 74. On - ωπ- see αἰγί-, ἀγχί-λωψ, which is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νυκτάλωψ
См. также в других словарях:
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek