-
1 νυκτιδρόμος
νυκτῐ-δρόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιδρόμος
См. также в других словарях:
νυκτοδρόμος — και νυκτιδρόμος, ον (Α) αυτός που τρέχει, που περιπλανάται τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + δρόμος. Ο τ. νυκτιδρόμος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek