-
1 νυκτο-
-
2 νυκτογραφια
-
3 νυκτοειδης
-
4 νυκτοθηρας
-
5 νυκτομαχεω
-
6 νυκτομαχια
-
7 νυκτοπεριπλανητος
-
8 νυκτοπορεω
-
9 νυκτοπορια
-
10 νυκτοφανης
-
11 νυκτοφυλακεω
нести ночную охрану, стоять в ночном караулеν. τὰ ἔξω Xen. — нести наружную ночную охрану
-
12 νυκτοφυλαξ
См. также в других словарях:
ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… … Dictionary of Greek
θαλασσόβιος — α, ο (Μ θαλασσόβιος, ον) αυτός που ζει στη θάλασσα νεοελλ. 1. αυτός που εξασφαλίζει τα προς το ζην από τη θάλασσα 2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιος (βίος) πρβλ. κοινό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
ιδιόβιος — ἰδιόβιος, ον (Μ) αυτός που ζει μόνος του, αυτός που εξυπηρετεί όλες του τις ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο* + βιος (< βίος), πρβλ. έμ βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
κίστρα — η νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο πεπλατυσμένου σχήματος, με τέσσερα ή έξι ζεύγη χορδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cistre, παραφθορά τού μσν. γαλλ. sitre (< λατ. cithara)] … Dictionary of Greek
καφενόβιος — ο αυτός που περνά το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας στα καφενεία, ο αργόσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφενές + βιος (< βίος), πρβλ. νυκτό βιος, ταβερνό βιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κλαβεσίνο(ν) — και κλαβεσέν, το μουσ. πληκτροφόρο νυκτό όργανο, αλλ. αρπίχορδο, τσέμπαλο ή κλαβιτσέμπαλο, γνωστό και με τον παλαιό όρο κλαβικύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clavecin] … Dictionary of Greek
κνωδακοφύλαξ — κνωδακοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) ο φύλακας τού άξονα τής ουράνιας σφαίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακ ος + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ, νυκτο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
κονιβατία — κονιβατία, ἡ (Α) το να πορεύεται κανείς μέσα σε σκόνη, η πορεία σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + βατία (< βατος ή βάτης < βαίνω), πρβλ. νυκτο βατία, χορο βατία] … Dictionary of Greek
κορωνόβιος — κορωνόβιος, ον (Μ) 1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος 2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» βαθιά γερατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
κωρυκομαχία — η (Α κωρυκομαχία, ιων. τ. κωροκομαχία) άθλημα ή παιχνίδι με τον κώρυκο, δηλαδή χτύπημα με τα χέρια από τους αθλητές ή από τα παιδιά δερμάτινου σάκου γεμάτου με άμμο ή αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώρυκος + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο… … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρόμος — και λαμπαδοδρόμος, ο (AM) 1. αυτός που τρέχει σε λαμπαδηδρομία 2. φρ. «λαμπαδηδρόμος ἀγών» αγώνας με δαυλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρόμος, νυκτο δρόμος. Το η τού τ. λαμπαδηδρόμος οφείλεται σε μετρικούς… … Dictionary of Greek