Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νυγ-μός

См. также в других словарях:

  • πληγμός — ὁ, Α 1. προσβολή αποπληξίας 2. δήγμα, δάγκωμα φιδιού ή εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη γ τού πλήσσω (βλ. λ. πλήττω) + κατάλ. μός (πρβλ. νυγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • νυγμός — ο (ΑΜ νυγμός) 1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός 2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη αρχ. 1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές 2. μτφ. οι τύψεις τής συνείδησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ νύγ ην)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»