Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ντος

  • 1 'ντός

    ἐντός, ἐντός
    within: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > 'ντός

  • 2 αὐχήν

    1 neck βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. βοέοις) P. 4.235

    δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.44

    ( ἄκων)

    ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73

    ] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ (Π̆{S}: ἀρχὴν Π.) Δ. 3. 1. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.

    Lexicon to Pindar > αὐχήν

  • 3 ῥύομαι

    1 rescue

    ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο P. 12.19

    ]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ Δ. 3. 14.
    2 hinder

    Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα I. 8.52

    Lexicon to Pindar > ῥύομαι

  • 4 Αἴας

    Αἴας, - ντος
    Grammatical information: PN
    Meaning: two heroes, 1. Αἴας Τελαμώνιος, A., son of Telamon, king of Salamis; 2. Αἴας Όιλῆος, A., son of Oileus, leader of the Locrians (Il.)
    Other forms: On Etr. Aivas Vetter, Glotta 17. 1920, 296.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: Mühlestein, Studi Mycenei 2, 1967, compared Myc. aiwa, name of a cow; it would be a hypocoristic of Αἴολος. Formerly often (s. Kretschmer Glotta 15, 192f.) derived from αἶα `earth'. Blümel IF 43, 2 72f. interpreted this as `Sohn der echten Frau, der Mutter', as opposed to Τεῦκρος (q.v.) `Sohn der Kebse'. All quite uncertain. - On the Lat. form Aiax s. Friedmann Die jon. u. att. Wörter im Altlatein 10f. - No doubt a Pre-Greek name, like Achilles etc.
    Page in Frisk: 1,30

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Αἴας

  • 5 ἀποτίθημι

    ἀποτίθημι fut. ἀποθήσω; aor. ἀπέθηκα LXX (the act. does not occur in our lit.); 2 aor. mid. ἀπεθέμην, 3 pl. ἀπέθοντο Hs 8, 5, 1; 1 aor. pass. ἀπετέθην (s. τίθημι; Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol, JosAs; ParJer 5:14; ApcSed 9:1) gener. ‘put off’.
    lit. of clothes (Teles p. 16, 7 ἱμάτιον; Alciphron 3, 6, 2; 2 Macc 8:35; JosAs 13:2 al.; Jos., Ant. 8, 266) τὰ ἱμάτια ἀ. MPol 13:2; take off and lay down Ac 7:58.
    fig. lay aside, rid oneself of τὰ ἔργα τ. σκότους Ro 13:12. ἀλαζονείαν 1 Cl 13:1. αὐθάδειαν 57:2. τὰς μαλακίας Hv 3, 12, 3. τὴν νέκρωσιν τ. ζωῆς Hs 9, 16, 2f. τὰ πάντα, ὀργὴν κτλ. Col 3:8 (Plut., Cor. 223 [19, 4] ὀργήν). τὸ τῆς λύπης AcPl Ha 8, 8/BMM recto 7. τὸ νέφος 2 Cl 1:6. τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Eph 4:22 (w. acc. of pers. in Callim., Epigr. 21, 6 [Pf.]; Maximus Tyr. 1 4e in the theater ἀποθέμενος τὸν θεατὴν ἀγωνιστὴς γενέσθαι=stop being a spectator and become a contestant). τὸ ψεῦδος vs. 25. πᾶσαν ῥυπαρίαν Js 1:21. πᾶσαν κακίαν 1 Pt 2:1. ὄγκον πάντα καὶ τὴν ἁμαρτίαν Hb 12:1 (of vices since Demosth. 8, 46; Lucian, Dial. Mort. 10, 8f; EpArist 122 et al. [Nägeli 20]).—νηστίαν … ἀποθέ̣[ντος] (Paul) having ended a fast AcPl Ha 6, 37.—αἵρεσιν give up a way of thinking Hs 9, 23, 5; lose cracks Hs 8, 5, 1.
    to put aside for a special purpose, lay aside (as alms) Hs 5, 3, 7 (some mss. omit; cp. Just., A I, 67, 6).
    to remove from a locality and place elsewhere, put away, lay down (Hom. et al.; PFlor 125, 2; PRyl 125, 14; Jos., Ant. 11, 11) a martyr’s bones MPol 18:1 (Appian, Syr. 63 §336 ἀπέθετο of the ‘laying away’ or ‘depositing’ of the remains [τὰ λείψαντα] of a cremated body; ApcSed 9:1 transfer of [Sedrach’s] soul to Paradise); put (rods) away 1 Cl 43:2; put back (opp. αἴρω) stones Hs 9, 5, 4; 9, 9, 4 (cp. 1 Macc 4:46).—ἀ. τινὰ ἐν φυλακῇ put someone in prison Mt 14:3 (cp. Polyb. 24, 8, 8; Diod S 4, 49, 3; PEleph 12, 2 [223/222 B.C.] ἀποθέσθαι αὐτοὺς εἰς τ. φυλακήν; PTebt 769, 51 al. [III B.C.]. Lev 24:12; Num 15:34; 2 Ch 18:26).—DELG s.v. τίθημι. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀποτίθημι

См. также в других словарях:

  • Ντος Πάσος, Τζον — (John Roderigo Dos Passos, Σικάγο 1896 – 1970). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος Πορτογάλου μετανάστη, σπούδασε στο Χάρβαρντ· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και υπηρέτησε στη Γαλλία και στην Ιταλία. Η εξέγερσή του κατά του μιλιταρισμού του… …   Dictionary of Greek

  • 'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Πιαουί — (Piaui). Ομόσπονδη Πολιτεία της κεντροανατολικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Β και συνορεύει με τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Μαρανιάν προς τα Δ, Μπαΐα προς τα Ν, Σεαρά και Περναμπούκο στα Α. Έχει έκταση 251.273 τ. χλμ …   Dictionary of Greek

  • Πόρτο Αλέγκρε — (Porto Alegre). Πόλη της νότιας Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Λαγκόα ντος Πάτος και στην αριστερή (ανατολική) όχθη του ποταμόκολπου του Ρίο Γκουαΐμπα και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • КТЕСИФОН —    • Ctesĭphon,        1. о Κτησιφών, сын Леосфена, из аттического дема Анафлиста, государственный деятель в Афинах, который после битвы при Херонее предложил наградить Демосфена за его великие услуги и самоотверженные труды золотым веником.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Μαρτί, Χοσέ Χούλιαν — (Marti Jose Julian, Αβάνα 1853 – Ντος Ρίος 1895). Κουβανός λογοτέχνης και αγωνιστής. Από νεαρή ηλικία ο Μ. συμμετείχε στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Κούβας. Το 1869 δημοσίευσε τα πρώτα του πολιτικά άρθρα, καθώς και ένα έμμετρο θεατρικό έργο …   Dictionary of Greek

  • Πόρτο ή Οπόρτο — (Porto–σωστή προφορά Πόρτου– ή Oporto). Πόλη της βορειοδυτικής Πορτογαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (2.395 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούρου, λίγο πριν από τις εκβολές του στον Ατλαντικό, στη συμβολή μερικών… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Polydamas of Skotoussa — (Greek: Πολυδάμας ( gen.: ντος) ὁ Σκοτουσσαῖος), son of Nicias, was a Thessalian pankratiast, victor in the 93rd Olympiad (408 BC).His size was said to be immense and the most mar­vellous stories are related of his strength (for example tales… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»