-
1 νου-μηνία
νου-μηνία, ἡ, att. ( Phryn. in B. A. 52) = νεομηνία; Pind. N. 4, 35; Xen. An. 5, 6, 23 u. A.; Thuc. sagt auch νουμηνία κατὰ σελήνην, umbestimmter den Neumond selbst zu bezeichnen, 2, 28.
-
2 προ-νου-μηνία
προ-νου-μηνία, ἡ, Tag vor dem Neumonde, LXX.
-
3 ἱερο-νου-μηνία
ἱερο-νου-μηνία, ἡ, heiliger Neumond, Schol. Pind. N. 3, 1.
-
4 νουμηνια
ἥ1) (тж. ν. κατὰ σελήνην Thuc. и ν. τοῦ μηνός Plut.) новолуние Pind., Xen., Arph. etc.2) первое число месяца Pind.3) (римские) календы(ν. τοῦ Μαρτίου μηνός Plut.)
-
5 ἱερονουμηνία
ἱερο-νου-μηνία, ἡ, heiliger Neumond -
6 προνουμηνία
προ-νου-μηνία, ἡ, Tag vor dem Neumonde
См. также в других словарях:
ζοφομηνία — ζοφομηνία, ἡ (Α) 1. η έκλειψη τής σελήνης 2. ασέληνη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + μηνία < μήνη «σελήνη» (πρβλ. νου μηνία, σκοτο μηνία)] … Dictionary of Greek
ημερομηνία — η ορισμένη ημέρα τού μήνα και τού έτους κατά την οποία συνέβη κάποιο γεγονός («ημερομηνία γεννήσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μηνία (< μην), πρβλ. νου μηνία, τρι μηνία] … Dictionary of Greek
μεσομηνία — μεσομηνία, ἡ (Α) το μέσο τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + μηνία (< μήνη «σελήνη»), πρβλ. νου μηνία] … Dictionary of Greek
ιερομηνία — ἱερομηνία, ἡ (Α) 1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια τού οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες 2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek