-
1 στίλβω
στίλβω, glänzen, schimmern, blinken; von glatten, polirten Körpern; Fettglanz, ἐλαίῳ, Il. 18, 596; u. übertr., κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν, 3, 392; κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων, Od. 6, 237; στίλβειν ἀπό τινος, wovon wiederglänzen, wiederscheinen, H. h. 31, 11. 32, 5; φαεννοῖς στίλβων ὅπλοις, Eur. Andr. 1147, der es auch trans. c. acc. vrbdt, στίλβει νοσώδεις ἀστραπάς, Or. 480; στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, Ar. Av. 697; ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον, Plat. Tim. 60 a; Phaed. 110 c.
-
2 διά-θεσις
διά-θεσις, ἡ, 1) das Auseinanderstellen, Anorduen, Arist. Metaph. 4, 19 τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις ἢ κατὰ τόπον ἢ κατὰ δύναμιν ἢ κατ' εἶδος; τῶν ξενίων, τῆς πολιτείας, Plat. Tim. 27 a Legg. IV, 710 b; neben εὕρεσις, dispositio, Phaedr. 236 a; testamentarische Anordnung, Legg. XI, 922 b; Lys.; Vertheilung der Figuren in einem Bilde, Ath. V, 210 b; die dargestellten Gegenstände selber, Plut. Brut. 23 u. öfter; die Darstellung, sowohl durch Farbe, als durch Worte; auch von geographischer Darstellung, Strab. 1, 1, 16; – νόμων, τῆς πόλεως, Plat. Legg. I, 624 a Rep. IX, 579 e. – 2) Ausstellung zum Verlauf, Harpocr. aus Antiph.; Isocr. 11, 14; Plut. Sol. 24 u. öfter; διάϑεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἔχειν, nicht verkaufen können, Plut. Lyc. 9. – 3) vom pass., Zustand, Verfassung; vom Körper, z. B. νοσώδεις, Galen.; αἱ περὶ τὰ σώματα Pol. 3, 7, 5; λοιμική, 2, 31, 10; u. bes. Gemüthszustand, Gesinnung, καὶ ἕξις ψυχῆς, Plat. Phil. 11 d; Legg. VII, 791 a; παραστατική, Pol. 1, 67, 7; Lage, οὐχ ὁμήρων, ἀλλ' αἰχμαλώτων, 10, 38, 2. Vgl. ὁ μάγειρός ἐσϑ' ὁ τέλειος ἑτέρα διάϑεσις, Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 11). – Bei den Gramm. genus verbi, Apoll. D. synt. 210, 18.
См. также в других словарях:
νοσώδεις — νοσώδης sickly masc/fem acc pl νοσώδης sickly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσώδης — ες (ΑΜ νοσώδης, ῶδες) [νόσος] 1. αυτός που προσβάλλεται από αρρώστιες συχνά, φιλάσθενος 2. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που επιφέρει ασθένειες, νοσηρός (α. «νοσώδες κλίμα» β. «ἔνιαι ῥίζαι γλυκεῑαι μέν, θανάσιμοι δὲ καὶ νοσώδεις» … Dictionary of Greek
σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… … Dictionary of Greek