-
1 διά-θεσις
διά-θεσις, ἡ, 1) das Auseinanderstellen, Anorduen, Arist. Metaph. 4, 19 τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις ἢ κατὰ τόπον ἢ κατὰ δύναμιν ἢ κατ' εἶδος; τῶν ξενίων, τῆς πολιτείας, Plat. Tim. 27 a Legg. IV, 710 b; neben εὕρεσις, dispositio, Phaedr. 236 a; testamentarische Anordnung, Legg. XI, 922 b; Lys.; Vertheilung der Figuren in einem Bilde, Ath. V, 210 b; die dargestellten Gegenstände selber, Plut. Brut. 23 u. öfter; die Darstellung, sowohl durch Farbe, als durch Worte; auch von geographischer Darstellung, Strab. 1, 1, 16; – νόμων, τῆς πόλεως, Plat. Legg. I, 624 a Rep. IX, 579 e. – 2) Ausstellung zum Verlauf, Harpocr. aus Antiph.; Isocr. 11, 14; Plut. Sol. 24 u. öfter; διάϑεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἔχειν, nicht verkaufen können, Plut. Lyc. 9. – 3) vom pass., Zustand, Verfassung; vom Körper, z. B. νοσώδεις, Galen.; αἱ περὶ τὰ σώματα Pol. 3, 7, 5; λοιμική, 2, 31, 10; u. bes. Gemüthszustand, Gesinnung, καὶ ἕξις ψυχῆς, Plat. Phil. 11 d; Legg. VII, 791 a; παραστατική, Pol. 1, 67, 7; Lage, οὐχ ὁμήρων, ἀλλ' αἰχμαλώτων, 10, 38, 2. Vgl. ὁ μάγειρός ἐσϑ' ὁ τέλειος ἑτέρα διάϑεσις, Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 11). – Bei den Gramm. genus verbi, Apoll. D. synt. 210, 18.
См. также в других словарях:
λοιμική — λοιμική, η και λοιμικό, το θανατηφόρα μολυσματική αρρώστια, λοιμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιμική — η βλ. λοιμικός … Dictionary of Greek
λοιμικῇ — λοιμικός pestilential fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμική — λοιμικός pestilential fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оспа — диал. вωспа (Долобко, ZfslPh 3, 100 и сл.), укр. вiспа, блр. воспа, др. русск., ст. слав. осъпа λοιμικη νόσος (Супр.), болг. оспа сыпь , сербохорв. о̏спа, словен. ospice мн. корь , польск. оsра оспа , в. луж. wоsрiса, н. луж. wоsрiса корь .… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… … Dictionary of Greek
ματόπονος — ο (Μ ματόπονος) πόνος ή ασθένεια τών ματιών, πονόματος («ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λοιμικὴ καὶ ψώρα καὶ ματόπονος», Συναδ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + πόνος] … Dictionary of Greek
Γερμανός, Παλαιών Πατρών — (Γεώργιος Γκόζιας, Δημητσάνα 1771 – Ναύπλιο 1826). Ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του και στο Άργος, πήγε στη Σμύρνη, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του, μητροπολίτη της… … Dictionary of Greek
Ίφιτος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευρύτη, βασιλιά της Οιχαλίας, και αδελφός της Ιόλης. Θανατώθηκε από τον Ηρακλή, ο οποίος τον γκρέμισε σε στιγμή θυμού από τα τείχη της Τίρυνθας. Ο Ί. δώρισε στον Οδυσσέα το τόξο με το οποίο ο τελευταίος… … Dictionary of Greek
άνθρακας — ο 1. το ξυλοκάρβουνο. 2. το πετροκάρβουνο. 3. ο άνθρακας για τις ηλεκτρικές λάμπες. 4. πολύτιμος λίθος (διαμάντι, ρουμπίνι). 5. λοιμική αρρώστια σε ανθρώπους και ζώα. 6. χημικό στοιχείο που βρίσκεται στη φύση με διάφορες μορφές (ορυκτός άνθρακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)