Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λοιμική

См. также в других словарях:

  • λοιμική — λοιμική, η και λοιμικό, το θανατηφόρα μολυσματική αρρώστια, λοιμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιμική — η βλ. λοιμικός …   Dictionary of Greek

  • λοιμικῇ — λοιμικός pestilential fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιμική — λοιμικός pestilential fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • оспа — диал. вωспа (Долобко, ZfslPh 3, 100 и сл.), укр. вiспа, блр. воспа, др. русск., ст. слав. осъпа λοιμικη νόσος (Супр.), болг. оспа сыпь , сербохорв. о̏спа, словен. ospice мн. корь , польск. оsра оспа , в. луж. wоsрiса, н. луж. wоsрiса корь .… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… …   Dictionary of Greek

  • ματόπονος — ο (Μ ματόπονος) πόνος ή ασθένεια τών ματιών, πονόματος («ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λοιμικὴ καὶ ψώρα καὶ ματόπονος», Συναδ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + πόνος] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός, Παλαιών Πατρών — (Γεώργιος Γκόζιας, Δημητσάνα 1771 – Ναύπλιο 1826). Ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του και στο Άργος, πήγε στη Σμύρνη, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του, μητροπολίτη της… …   Dictionary of Greek

  • Ίφιτος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευρύτη, βασιλιά της Οιχαλίας, και αδελφός της Ιόλης. Θανατώθηκε από τον Ηρακλή, ο οποίος τον γκρέμισε σε στιγμή θυμού από τα τείχη της Τίρυνθας. Ο Ί. δώρισε στον Οδυσσέα το τόξο με το οποίο ο τελευταίος… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — ο 1. το ξυλοκάρβουνο. 2. το πετροκάρβουνο. 3. ο άνθρακας για τις ηλεκτρικές λάμπες. 4. πολύτιμος λίθος (διαμάντι, ρουμπίνι). 5. λοιμική αρρώστια σε ανθρώπους και ζώα. 6. χημικό στοιχείο που βρίσκεται στη φύση με διάφορες μορφές (ορυκτός άνθρακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»